United States or Cayman Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι ο κόσμος πόπαιρνε τη δροσιά του, άλλοι περπατώντας του μάκρου της ακρογιαλιάς, άλλοι καθισμένοι στα μικρά καφενεδάκια, κοσμάκης επαρχιώτικος, υπαλληλία ντόπια και Σαλωνίτικη, νοικοκυροσύνη, εμπόριο, χτηματοσύνη, άλλοι που έμειναν μήνες στην Ιτιά για τα λουτρά τους, για τα χτήματά τους, κι άλλοι που έρχουνταν κάθε βράδι με τ' αμάξια για ν' αναπνεύσουν λίγη θάλασσα, όλοι τους έτρεχαν πατείς με πατώ σε προς τα ψάρια, ενώ ανάμεσα στη βοή και στην αντάρα τους, αντηχούσε δύο βήματα παρέκει η βροντοφωνή του παιδιού του καφενείου.

Για τούτο το γράμμα αυτό μας έδωσε τη λύση όλων, αν και δεν εξήγησε τίποτε· κι αφού το διάβασα, πήγα με άφωνη ευγνωμοσύνη μέσα στη γυναίκα μου, ευτυχισμένος γιατί μπορούσα να τα πιστέψω όλα. Δε μιλήσαμε πολύ γι' αυτό το γράμμα, μα αιστανθήκαμε κ' οι δυο ξαλάφρωμα που γράφηκε. Και το βράδι καθήσαμε ως αργά μονάχοι, αφού πήγανε τα παιδιά να κοιμηθούνε.

Να μπορής να γράφης κι αυτό το βράδι! μου είπε: Κ' είχε κάποια δόση πίκρας ο τόνος της, σα να ήθελε να πη πως εγώ δεν αιστανόμουνα όπως αυτή. Μετάνοιωσε όμως αμέσως, ακκούμπησε το κεφάλι της στο δικό μου κ' είπε: — Είσαι ευτυχισμένος που μπορείς να γράψης.

Έφαγε και παρακάλεσε τη μαμά να πη χαιρετίσματα του «πατεράκη», όπως τον έλεγε, χαδευτικά όταν είταν πολύ χαρούμενος. Όλα τάζανε τις καλήτερες ελπίδες κι ωστόσο δεν μπορούσα να ησυχάσω. Έφτασα στη Στοκχόλμη στις εφτά το βράδι, τη στιγμή που έφευγε το τελευταίο βαπόρι, που μπορούσε να με φέρη σπίτι μου. Τράβηξα λοιπόν ίσια στο ξενοδοχείο, όπου πήγαινα πάντα. Είχε σκοτεινιάσει κ' έβρεχε δυνατά.

Για τον μπαμπά σακκάκι, για τη μαμά τρικό και δυο ζευγάρια κάλτσες για το μικρό αδερφό. Είναι το βράδι του Άιγιαννιού κι ο Σβεν είναι ευτυχισμένος. Γιατί η μαμά του είχε τάξει πως αυτό το βράδι μπορεί να πάη να κοιμηθή όποτε θέλη αυτός.

Εκεί είταν ακόμα και το βιβλίο του μπαμπά για τα μεγάλα αδέρφια, το αντίτυπο που είχε δώσει της μαμάς κ' έπειτα το πήρε για δικό του ο Σβεν όταν τον παρακάλεσε να γράψη ένα βιβλίο μόνο για το Νέννε. Αυτή είταν η κάμαρα του Σβεν και δω είτανε το άδυτο της Έλσας. Κάθε βράδι έμπαινε κει και κάθε πρωί καθότανε κει, πριν μιλήση με κανέναν άλλον.

Κοίταξε λοξά τη μαμά και χαμογέλασε: — Την έφτιαξα της Άννας. Κρύφτηκα πίσω από τα χαμόκλαδα και δεν μπορούσε να με δη. — Αλήθεια! το έκαμες αυτό; είπε η μαμά. Προχωρήσανε κι οι δυο στο σπίτι, σα δυο συνένοχοι ευχαριστημένοι που πετύχανε το κόλπο τους και φυσικά το αποτέλεσμα είτανε πως αυτό το βράδι έπρεπε να βάλη μόνη της η μαμά το μικρόν να κοιμηθή.

Εδώ σταμάτησε η Έλσα κι άρχισε να ψάχνη στους κορμούς των δέντρων. Κι όταν την είδα να γυρεύη κάτι εκεί, ξύπνησε μέσα μου και μένα κάποια θύμηση κοιμισμένη πολύν καιρό, τόσο ώστε μόλις μου ήρθε μια φορά στο νου στο διάστημα έντεκα χρόνων. Είταν ένα βράδι, τότε που κατοικούσαμε σε κείνο το σπιτάκι που τώρα γκρεμίστηκε, ένα αυγουστιάτικο βράδι.

Μου ήρθε στο νου εκεί που μια από αυτές τις μέρες καθόμουνα και κρατούσα το χέρι της γυναίκας μου και κείνη ακκουμπούσε το κεφάλι της στον ώμο μου. — Να είμαι τόσο μακριά από σένα! είπε ένα βράδι. Να είμαι τόσο μακριά! Είμουνα γιατί νόμιζα πως ήθελες να μ' εμποδίσης να πάω να βρω το Σβεν. — Τώρα δεν τα θέλεις πια; είπα. — Όχι, όχι, απάντησε. Τώρα θέλω να μείνω μαζί σου.

Κι αφού την κάμουν να στενάξη ηδονικά, να χάση τον ύπνο και να την αρπάξουν τα όνειρα κ' η συλλογή, τραβούν τον δρόμο τους για την άλλη, και απ' αυτή ύστερα για την άλλη ακόμα, σ' όλες πέρα, πέρα. Έτσι και κείνο το βράδι θα γίνουνταν μια καλή μπαντονάδα. Κι ως ότου νάρθουν τα μεσάνυχτα και πέρα ακόμα, η ώρα της γύρας, η παρέα έπρεπε να γλεντήση πολύ ακόμα μέσα στην σκοτεινή εκείνη ταβέρνα.