United States or Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλα είναι φρέσκα, αθώα και όμορφα όπως όταν είμαστε μικρά παιδιά και το σκάμε από το σπίτι για να τρέξουμε μέσα στον υπέροχο κόσμο. Η εκκλησία ήταν ανοιχτή, εκείνες τις μέρες της σαρακοστής, και ο Έφις πήγε να γονατίσει στη θέση του, κάτω από τον άμβωνα. Η Μαγδαληνή κοίταζε, χαρούμενη κι αυτή, σαν ισπανίδα κυρία, φιλοξενούμενη των Βαρόνων, που έχει βγει στο μπαλκόνι του Κάστρου.

Γέρος όμως όντας ο Αθαναρίχος και στοχαζούμενος άνθρωπος, αντίς να κάθεται και να συλλογιέται πολέμους και σφαγές, πηγαίνει ίσια στο Θεοδόσιο και του προτείνει να συθηκέψη μαζί του. Κι ο Θεοδόσιος: τι άλλο ήθελε; Βγαίνει και τον ανταμώνει απέξω από την Πρωτεύουσα, έπειτα τον παίρνει μέσα και του κάμνει μεγάλες και βασιλικές τιμές. Πήγε να τα χάση ο Αθαναρίχος.

— Η μητέρα πού είνε; ηρώτησε πάραυτα με ξενίζουσαν στρυφνήν και βραχνήν προφοράν ο καπετάν Νικολάκης. — Πήγε 'στο Κάστρο, απήντησεν η κόρη, προσπαθούσα τότε να περισυνάξη την εύμορφον κόμην της, ν' ανάψη το φως και το πυρ και να συγυρίση τον πενιχρόν οικόν της. Πήγε' στο Κάστρο, επανελάμβανε. Και προσέθετε μόνη της: «Σαν προφήτης! Δεν της είπα να μη πάη

Θα φορώ σαρίκι και θα πω στο χωριό πως από σήμερο και πέρα είμαι τούρκος. Μείνανε συλλογισμένοι κάμποσα λεπτά. Έπειτα η γυναίκα είπε: — Δεν πας να το πης και του παπά; — Κείντα μπορεί να μου κάμη κιο κακορρίζικος ο παπάς; Να βρη το μπελλά του κιαυτός; — Μια βουλή θα σου δώση. Ο Σιφογιάννης πήγε την ίδια βραδιά και ζήτησε γνώμη του παπά.

Όλοι σ’ αυτόν τον κόσμο σφάλλουμε, άλλος πιο πολύ, άλλος πιο λίγο, σήμερα ή αργά ή γρήγορα: τι πάει να πει αυτό; Μήπως ο λιμενάρχης δεν είχε συγχωρήσει; Γιατί δε θα έπρεπε να συγχωρήσουν και οι άλλοι; Α, εάν όλοι συγχωρούσαμε ο ένας τον άλλο! Ειρήνη θα βασίλευε στον κόσμο: όλα θα ήταν καθαρά και ήρεμα, όπως εκείνη τη φεγγαρόφωτη νύχτα. Σηκώθηκε και πήγε να κάνει μια βόλτα στο κτηματάκι.

Κι' άδραξε τότε ο Έχτορας πελαγοδρόμο πλοίο 704 πανώριο φτεροτάξιδο, πούχε στην Τριά φερμένα 705 τον Πρωτεσίλα, μα ξανά και στ' Άργος δεν τον πήγε.

Εκεί στο σείστη Ποσειδό πήγε σιμά και τούπε «Ήρθα ως εδώ 'να μήνημα, αφέντη γιε του Κρόνου, να φέρω απ' τον αστραπεφτή φουρτουνοκράτη Δία. 175 Λέει από μάχες και σφαγές να τραβηχτείς, και μέσα στη θάλασσα ή στα θεϊκά λημέρια να γυρίσεις.

Πέντε χρονών πέφτει στο στρώμα το κορίτσι και δεν ξανασηκώνεται. «Δόξα σοι ο Θεός και μη χειρότερα», είπε πάλι η Δροσούλα. Και άμα στεγνώσανε τα δάκρυά της, πήρε τον μοναχογυιό της στην αγκαλιά και τον πήγε στην εκκλησία, ανήμερα του ΆηΣτυλιανού, που βαστάει ένα παιδί στην αγκαλιά του και διαφεντεύει όλα τα παιδιά της χριστιανοσύνης.

Του παίρνει και το σελάχι από τα χέρια και τόδοσε πάλι στον άμοιρον Καναβιό, οπεστεκόταν στην άκρη αποσβολωμένος. Ο Κυρ-Λοχίας, — Μπαλατσό τόνε λέγαν, αλήθεια, — έσπρωξε τον Καναβιό με τα παλιοτσάβαλά του καταόξω. Βγήκε κι αφτός. Βγήκε κι ο Επιστάτης αποπίσω. Σαν βγήκαν κ' οι τρεις, ξανάτριξαν τα βαριά κλειδιά, ξανάκλεισε η πόρτα. Πήγε κι ο Σκοπός στη σκοπιά του.

Πήγε να τα χάση ο Τύφος από τη χαρά του σα διορίστηκε πια κι αυτός Έπαρχος του Πραιτωρίου αντίς τον Αυρηλιανό, και τόσο φούσκωσαν τα πανιά του, που ζήτησε από το Γαϊνά το κεφάλι του αδερφού του. Φαίνεται όμως πως έκαμε τρόπο ο Χρυσόστομος και μποδίστηκε αυτό το κακούργημα.