United States or Jamaica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καθώς λοιπόν των θεών αυτών είναι η φιλία έτσι κ’ οι δυό οι αντίπαλοι βέβαια θα πράξουν° κ’ είμαστε με των νικητών εμείς το μέρος, κείνοι των νικημένων° αφού βέβαια ο Δίας ανώτερος στον πόλεμο απ’ τον Τυφώνα είναι, τον Δία κανείς να νικηθή δεν είδε ως τώρα, και στον Υπέρβιο, σύμφωνα με το έμβλημά του, ας τον γλυτώνη, πότυχε στ’ όπλο του επάνω.

Δε νοιάζομαι· μηδέ κανείς ας νοιάζεται για 'κείνον που εχθρεύεται ο Διόνυσος, χειρότερα κι αν πάθη, άντρας απ' τη γυναίκα του ή και παιδί απ' τη μάννα· εγώ είμαι θρήσκος και ποθώ να ευχαριστώ τους θρήσκους. Πάντοτ' ο θρήσκος άνθρωπος έχει τιμή απ' το Δία. Του θρήσκου τα παιδιά ευτυχούν, κακοπαθούν του αθρήσκου.

Τες χειμωνιάτικες βραδιές, που στα βουνά χιονίζει, Γύρ' απ' την πύρα του σπιτιού συνάζονται η κοπέλλες, Και πλέοντας ξόμπλια ωριόπλουμα, τέτοια τραγούδια λέγουν. Άγουρος του χωριού κ' εγώ, παιδί κ' εγώ της στάνης, Όσες βολές κάμπους, βουνά, στάνες, χωριά διαβαίνω Κι' οργώματα και ποταμιές, τέτοια τραγούδια λέγω.

Το μπάρκο του καπετάν Βεκίλη έκανε ναύλο για την Αμβέρσα. Θα πάη μαζί να ξεσκάση. Δεν τον άφησαν, λέει, ακόμα οι θέρμες. — Τον ευλογημένο! είπε ο Κυρ-Θανάσης ο Μελαχροινός, κλείνοντας ζερβιά το μάτι. Να πούμε την αλήθεια σαν να ταρέση καλύτερα η θάλασσα απ' την καλογερική. Τα λόγια του Μελαχροινού εφούρκισαν την παπαδιά. Την είχε αγγίξει εκεί πούπρεπε.

Ένα μαγιάτικο βράδυ, χαρά Θεού, που ταστέρια είχανε πληθύνει στον ουρανόμυριάδες άστρα είχανε προβάλλει εκείνο το βράδυ απ' όλες τις μεριές και στριμώνονταν τρελλά το ένα κοντά στο άλλο, να χαρούνε την ώμορφη νύχτα — ο Στρατής είχε γλέντι σαν πάντα. Όλη η τσότρα έγινε θυσία εκείνο το βράδυ. «Τράβα, Στρατή, άλλη μιαν ακόμα να πάνε τα φαρμάκια κάτω». Και τραβούσανε ο Στρατής με τον Στρατή.

ΚΡΕΟΥΣΑ Δεν βρήκε, λέει, κ' έψαξε πολλές φορές τον τόπο. ΙΩΝ Κι' απ' τον καιρό, που γίνηκαν αυτά, πέρασαν χρόνια; ΚΡΕΟΥΣΑ Αν ζούσε, θάχε σαν κι'εσέ την ίδιαν ηλικία. ΙΩΝ Α, ο θεός είν'άδικος, η μάννα του αθλία. ΚΡΕΟΥΣΑ Κατόπιν δεν εγέννησεν άλλο παιδί κ' εκείνη. ΙΩΝ Ποιος ξέρει αν ο Απόλλωνας κρυφά δεν τόχει πάρη. ΚΡΕΟΥΣΑ Μόνος του νάχη την χαρά, αυτό δεν είνε δίκηο.

Κι από τη χλαλοήν αυτή τη μεγάλη και αφ' το πολύ το σημανταριό ξαφνισμένα τα ορνίθια ξύπναγαν στην κούρνια τους και φώναζαν κι αυτά πάρωρα. Και πίσω πίσω οι δημογέροντες του χωριού με τες κραυγές και με τα βιολιά, από ρούγα σε ρούγα κι απ' αυλόπορτα σ' αυλόπορτ' ανηφορώντας, ξύπνιζαν κ' έπαιρναν ομπροστά όσους δε δυνήθηκαν να ξυπνίσουν η καμπάνες.

Τότε απαντάει τ' Ατρέα ο γιος, ο πρωταφέντης τ' Άργους «Ω γέρο, του Νηλέα γιε, των Αχαιών καμάρι, τον Αγαμέμνο εδώ θωράς, π' απ' όλους πέρα ως πέρα πιότερο ο Δίας μ' έψησε και θα με ψήσει ακόμα, όσο μου μένει ανασασμός και στέκουμαι στα πόδια. 90 Γυρνώ έτσι, τι στα μάτια μου γλυκός δεν κάθεται ύπνος, που ο πόλεμος μ' ανησυχεί και του στρατού τα πάθια.

Έτσι έλεγαν, και πύρωνε την τόλμη ο ένας τ' άλλου και δώσ' του χτύπους, κι' έφτανε ο σιδερένιος κρότος ως στον χαλκόστρωτο ουρανό μέσα απ' τον άδιο αιθέρα. 425

Λέγε μου λοιπόν και συ κατά τον αυτόν τρόπον, είπεν ο Σωκράτης, περί ζωής και θανάτου. Δεν λέγεις μεν ότι το ν' αποθάνη κανείς είναι εναντίον του να ζη; Μάλιστα, είπεν ο Κέβης. Ότι δε αυτά γίνονται το έν από το άλλο; Ηρώτησεν ο Σωκράτης. Ναι, είπεν ο Κέβης. Απ' εκείνο λοιπόν, το οποίον ζη, ποίον γίνεται; Ηρώτησεν ο Σωκράτης. Εκείνο το οποίον είναι αποθαμμένον, είπεν ο Κέβης.