United States or Cabo Verde ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Βινίκιος ηθέλησε να τρέξη εις προϋπάντησίν της, αλλ' εις την θέαν της μορφής εκείνης της τόσον αγαπητής, η ευτυχία παρέλυσε τας δυνάμεις του και έμεινεν ακίνητος με καρδίαν πάλλουσαν μέχρι διαρρήξεως και συγκεκινημένος πολύ περισσότερον Ή όσον ήτο όταν ήκουσε δια πρώτην φοράν τα βέλη των Πάρθων να συρίζουν εις τα ώτα του.

Η ψυχή τους ολόκληρη πετούσε πάνω στη γλώσσα τους, άκουε μέσα στ' αυτιά τους και σπιθοβολούσε στα μάτια τους. Κι' όπως ήσαν Γερμανοί, μείνανε πολύ στο τραπέζι, περιμένοντας τον αιδεσιμώτατο πατέρα της επαρχίας. Κι' ο διοικητής μίλησε ως εξής τον αγαπημένο του Αγαθούλη. &Πώς ο Αγαθούλης σκότωσε τον αδερφό της αγαπητής του Κυνεγόνδης&

Φέρ' το εδώ' Φέρ το εδώ! ανέκραξεν εκείνος, μόλις ακούσας το όνομα της αγαπητής του, και σχεδόν επνίγετο, ενώ κατέπινε τεμάχιον κρέατος. Αλλ' η Ελένη είχεν ήδη σχίσει το χάρτινον περικάλυμμα και εκράτει εις χείρας της γυμνήν και ολόσωμον . . . την Μ α τθ ί λ δ η ν! αυτήν εκείνην, ήτις είχε την πρωίαν αναληφθή από του κοιτώνος της. — Μπα! ανεφώνησε κατάπληκτος η νεάνις. Η Ματθίλδη!

Ταύτα, παιδί μου, τα τόσον μεγάλα και θεία θα σου δωρίση η από εραστήν προερχομένη ερωτική φιλία· η δε φιλική σχέσις μετά του μη ερώντος, επειδή είναι ανάμικτος με θνητήν σωφροσύνην, δώρα θνητά και γλίσχρα παρέχει και γεννά εντός της αγαπητής ψυχής ανελευθερίαν, η οποία επαινείται υπό μόνου του πλήθους ως αρετή, και γίνεται αιτία εις αυτήν άνους να κυλίεται πλανωμένη πέριξ της γης και υπό την γην επί εννέα χιλιάδας έτη .

Πάντα ταύτα είπον εις τον περίεργον πατριώτην νεήλυδες εξ Αθηνών φίλοι, και άλλα δε πολλά θαυμασιώτερα τω διηγήθησαν περί της αγαπητής πόλεως των νεανικών του χρόνων. Έρχεται λοιπόν να ίδη και αυτός τα συντελεσθέντα θαύματα, και να θαυμάση ιδίοις όμμασι την εις Αθήνας αθρόαν εισβολήν ουχί πλέον του πολιτισμού, αλλά των πολιτισμών της Εσπερίας.

Όταν ήκουσεν ο βεζύρης ταύτα τα λόγια, ετρόμαξεν η καρδία του, και της λέγει· μη γένοιτο ποτέ τούτο, να φανώ εγώ παιδοκτόνος· ο βασιλεύς εξωρκίσθη εις την ψυχήν του, να αποφασίζη εις θάνατον κάθε αυγήν εκείνην που εκοιμήθη μαζί του την νύκτα· πώς έχω να ακούσω εγώ τέτοιαν απόφασιν και προσταγήν από τον βασιλέα; ή πρέπει να θανατωθώ εγώ, ή να υπακούσω εις την απόφασιν του βασιλέως διά να θανατώσω την θυγατέρα μου· τι πρέπει να κάμω; τα πατρικά μου χέρια να αιματώσω εις το αίμα της αγαπητής μου θυγατρός; μη γένοιτο ποτέ εις τον αιώνα.

Διά τον νέον, οι λόγοι ούτοι εν τοιαύτη στιγμή και υπό φωνής αγαπητής ακόμη προφερόμενοι θα εφαίνοντο οχληροί. Εφαντάσθη ότι σκοπίμως η Ακτή είχε διακόψει την θελκτικήν συνδιάλεξίν των.

Είνε δε πιθανώτερον ότι ο κίνδυνος και η αντίδρασις την οποίαν είχε συναντήσει εν Ιερουσαλήμ ήρκεσαν να επιφέρωσι την αποχήν του, «έως αν παρέλθη τυραννία». Δυνατόν εντοσούτω, αν δεν απήλθεν αυτοπροσώπως, τινές των μαθητών Του να εξεπλήρωσαν την εθνικήν ταύτην υποχρέωσιν και δυνατόν ίσως η επιτήρησις της διαγωγής των, συνδυαζομένη προς το μίσος το οποίον είχεν εμπνεύσει το πρόσταγμά Του προς τον παράλυτον όπως άρη τον κράββατον εν Σαββάτω, να έπεισε τους Γραμματείς και Φαρισαίους της Ιερουσαλήμ να πέμψωσί τινας εκ των ιδικών των προς ιχνηλάτησιν των διαβημάτων Του, και κατασκόπευσιν των πράξεων Του, και παρά τας όχθας της αγαπητής Του λίμνης.

Έτσ' είπε· κ' έτρεξ' κ' έβαλε το δίκουπο ποτήριτο χέρι της αγαπητής μητέρας, και την λέγει· Υπόφερε, μητέρα μου, και βάστα λυπημένη· Μη σε ιδώ, σ' αγαπώ, 'ς τα μάτια μου δαρμένη. Και δεν 'μπορώ, κι' αν λυπηθώ να χρησιμεύσω τότε. Βαρ' είναι τον Ολύμπιον να τον αντιφερθούμεν. Ότι ζητώντας κι' άλλοτε διά να σ' απαντήσω, Μ' έρριξ' απ' το θεϊκόν κατόφλοιον απ' το πόδι.