United States or Ghana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Βινίκιος ηθέλησε να τρέξη εις προϋπάντησίν της, αλλ' εις την θέαν της μορφής εκείνης της τόσον αγαπητής, η ευτυχία παρέλυσε τας δυνάμεις του και έμεινεν ακίνητος με καρδίαν πάλλουσαν μέχρι διαρρήξεως και συγκεκινημένος πολύ περισσότερον Ή όσον ήτο όταν ήκουσε δια πρώτην φοράν τα βέλη των Πάρθων να συρίζουν εις τα ώτα του.

Πόσαις φοραίς, ω έρημο χωριό μου, αχ! ω Κάστρο μου, επέρασα το σάπιο ξύλινο γεφυράκι σου, με τρέμοντα τα μέλη, με καρδίαν πάλλουσαν, με την μαννού μου την γρηά, για ν' ανάψωμε τα κανδηλάκια τ' ασημένια του Χριστού, ή και για να λειτουργήσουμε, και ύστερα να συνάξουμε κάππαρι και κρίταμα. Μ' εσταύρωνε τρεις φοραίςτο στήθος η μαννού μου η γρηά, η Παπαλεξανδρίνα.

Αίφνης ανέσυρε μακρόν εγχειρίδιον εκ της ζώνης του, και η λάμψις αυτού ιλλώπιζεν εις την χείρα του, πάλλουσαν ορμητικώς αυτό. Ο Κατούνας αφήκε κραυγήν·Πάει! Χαθήκαμε! Και συνήψε τας χείρας, ως να έμελλε ν' απαγγείλη την τελευταίαν αυτού προσευχήν. Περιέφερε τεθλιμμένα βλέμματα από των βαρελιών μέχρι του συρταρίου του λογιστηρίου του, και δεν ήξευρε τι πρώτον να οικτείρη. Η μάχη εξηκολούθει.

Μετά πολυχρόνιον αποδημίαν περιηγηθείς εσχάτως την Ήπειρον, μετέβην και εις την κωμόπολιν του Γεροστάθου, όπου τόσαι γλυκείαι αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας θερμώς μ' επροσκάλουν. Αλλά την μεν κωμόπολιν εύρον σχεδόν έρημον ζητήσας δε με πάλλουσαν καρδίαν το σχολείον και την οικίαν του γέροντος, δεν εύρον ειμή ερείπια.

Οσάκις η χειρ της ημετέρας ηρωίδος ήγγιζε την χείρα του ή αι κόμαι αυτών συνεπλέκοντο, ενώ έκυπτον επί της μεμβράνης, ησθάνετο την καρδίαν του πάλλουσαν ως κώδωνα φρουρίου εν ώρα κινδύνου, αλλ' ουδ' αυτός ηδύνατο να είπη, αν προς δεξιάν έπαλλεν ή προς αριστεράν.

Ευσπλαγχνίσθητι, Λυτρωτά! έκραζον. Μερικοί εξωμολογούντο μεγαλοφώνως τας αμαρτίας των. Άλλοι ερρίπτοντο εις τας αγκάλας των οικείων των, όπως αισθανθώσι κατά την τρομεράν στιγμήν καρδίαν φίλων πάλλουσαν πλησίον της ιδικής των. Έπειτα ηκούσθη και πάλιν η φωνή του Κρίσπου, όστις εκραύγαζε: — Παραιτήσατε τα εγκόσμια αγαθά, διότι η γη θα εκλίπη υπό τους πόδας σας!

Ανεγνώρισε την φωνήν της Αμέρσας. Ήτο η δευτορότοκος κόρη της. — Τι έπαθες, αρή;. . . Τι σου ήρθε, τέτοια ώρα; Και ήνοιξε την θύραν. Μάνα, επανέλαβε μετ' ασθμαινούσης φωνής η Αμέρσα. Τι κάνει το κορίτσι; . . . μην πέθανε; — Όχι . . . κοιμάται. Τώρα ησύχασε, είπεν η γραία. Πώς σου ήρθε; — Είδα στον ύπνο μου πως πέθανε, είπε με πάλλουσαν ακόμη φωνήν η υψηλή γεροντοκόρη.

Μάλιστα, ο Βινίκιος είπεν ότι θα στείλη να με ζητήση, σήμερον μάλιστα. Αλλά είσαι αγαθή, και θα με ευσπλαχνισθής. Κύψασα έψαυσε το κράσπεδον της εσθήτος της Ποππέας, και επερίμενε με πάλλουσαν καρδίαν. Η Ποππέα την παρετήρησε με κακόβουλον μειδίαμα και είπεν: — Τότε, σου υπόσχομαι ότι σήμερον μάλιστα θα είσαι δούλη του Βινικίου. Και απεμακρύνθη ως οπτασία, γόησσα και κακοποιός.

Η Παλλάς όμως αρπάσασα την καρδίαν αυτού την εκόμισε πάλλουσαν ακόμη εις τον Δία, όστις καταπιών αυτήν ανεγέννησε τον Διόνυσον, κατεκεραύνωσε δε τους Τιτάνας, εκ της τέφρας των οποίων εγεννήθησαν οι άνθρωποι. Ώστε και εις τους ανθρώπους υπάρχει ο Διόνυσος, αλλά διαμελισμένος.