United States or Uruguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ουχί βεβαίως άψογον κατά την γλώσσαν και την στιχουργίαν, αλλ' απαράμιλλον κατά πατριωτικόν αίσθημα, φαίνεται ημίν και το κατωτέρω απόσπασμα εκ του αυτού ποιήματος: Πόσαις φοραίς από μακράν ανήλικο παιδάκι, Με δακρυσμένο βλέφαρο, μ' απόκρυφην ελπίδα, Ο δύστυχος εκύτταξα την καταχνιά του Πίνδου Μου εφαίνετο πως ήτανε καπνός από τουφέκι Κ' επρόσμενα, κ' επρόσμενα ν' ακούσω τη βοή του!

Τότε είς των ναυτικών, γνωρίζων από τέτοιαπόσαις φοραίς εις την Μαύρην θάλασσαν ξεπαγιάζουν οι ταλαίπωροιείχε παραλάβει μεθ' εαυτού φιαλίδιον ρωμίου και ήρχισε να προστρίβη τα μέλη του γέροντος, ξεκομβώσας τα χονδρά φορέματά του και εξαγαγών τα υποδήματά του. — Ο Θεός σ' εφώτισε παιδί μ'!

ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Βοήθειά μου ο Θεός! πόσαις φοραίς απόψε εσκόνταψαν τα πόδια μου εις τάφους. — Ποίος είσαι; ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ Πάτερ Λαυρέντιε, εγώ, φίλος και γνώριμός σου. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Ευλογητός! Δεν μ' εξηγείς, τι φως εκεί του κάκου φωτίζει μαυροσκούληκα κι' αόμματα κρανία; Του Καπουλέτου είν' εκεί ο τάφος, αν δεν σφάλλω. ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ Ο κύριός μου είν' εκεί, ω άγιέ μου πάτερ, ο νέος οπού αγαπάς.

Αλλά μ' ευρήκε » Βόλιτο μέτωπο ζεστό » Και μεςτη γη μ' αφήκε. » Τρέχουν μ' αρπάζουν τα παιδιά. » Και η ψυχή μου βγαίνει.» «'Σ το Μεσολόγγι, Μάρκο μου. » Θυμάσαι; 'ς το πλευρό σου » Πολέμησα!.» Χωρίς, χωρίς Να σηκωθή ο Γρίβας Ο Θοδωράκης · φώναξε, Άλλος νέος Αννίβας. « Και πόσαις μάχαις έκαμα » Μετά το θάνατό σου!...»

Eνθυμείσαι πώς τους εμοίραζες ωσάν κόλλυβα εις όλας τας κυρίας; Άκουσε λοιπόν! Αν ζητήσης από αυτάς ένα ποίημά σου τώρα, όχι μόνον δεν το ξεύρουν απ' έξω, αλλ’ ουδέ γραμμένον το φυλάττουν. Πόσας είδα να τα πετούν, πριν τα διαβάσουν! Πόσαις να τα διαβάζουν και να σε περιγελούν, ενώ προ μιας στιγμής τα επαινούσαν διά τα μάτια και σε παρακαλούσαν να ταις τα δώσης γραμμένα!

Δάκρυα πικρά, οπού κ' εγώτην ξενητειά μου τάχω Για μόνη μου παρηγοριά όσαις φοραίς θυμούμαι Τη σκλάβα την πατρίδα μου! Πόσαις φοραίς κοιμούμαι Κ' εγώ με τέτοια δάκρυατα 'μάτια μου πηγμένα! Δάκρυα, οπού καθένας μας χύνει μακρυάτα ξένα! Ξανασηκώθηκε ορθός. Το 'μάτι του απ' το δάκρυ Λουσμένο, λάμπει γαλανό 'σάν ουρανός τ' Απρίλη Ύστερ' από βαρειά βροχή.

Αλλ' ο άγιος ταχύς βοηθός, πάραυτα εξήγαγε το πλοίον μακράν του κινδύνου. Μία δε γλυκητάτη αύρα προσπνεύσασα ευώδης και αγιαστική ενέπλησε χαράς την καρδίαν των. Πόσαις φοραίς παιδίον με συνεκίνησεν η δραματική αυτή διήγησις! Η Κυρατσούλα ακούουσα της αγρυπνίας τους κώδωνας, έπαυσε χωρίς να θέλη τον θρήνον και «Πήγαινε, μάννα, το εικόνισματην Εκκλησιά», είπε. «Είνε αμαρτία να μη το πάμε».

Πόσαις φοραίς μετά την λειτουργίαν ανίχνευα τας αγριοσυκάς, και πόσαις φοραίς πάλιν εσύναζα κάππαριν εις τους βράχους του, ή ανερευνούσα τας φωλεάς των αγριοπεριστερών, με κίνδυνον να πέσω κάτω, εις την άβυσσον των κυμάτων, τα οποία πάντοτε, αφρισμένα, δέρνουν, ως μαινόμενα, τα γκριφιασμένα μαύρα του θεμέλια και ψοφούν βοΰζοντα από της Χαλκιδικής τον αντίλαλον.

Και του ήλθε τότε εις την ανάμνησιν το τελευταίον γράμμα της εξαδέλφης του, οπού του έγραφε για τον θάνατον της μητέρας του, στην Μαρσίλια· εκεί οπού φόρτωναν τα τούβλα· το είχε μέσα εις το κόρφο του, σαν φυλακτό, το γράμμα εκείνο, και το είχε μάθει απόξω νεράκι; — Όταν θάφευγες, του έγραφεν η Λουξανιώ, η εξαδέλφη του, ήταν χαρούμενη· θυμάσαι με πόσαις ευχαίς και με πόσαις χαραίς σε κατευώδωσε.

Πόσαις μέραις και πού τρέχει Πόσαις νύχταις δε μετρά, Μέσα ο νους του πάντα βρέχειτην ψυχή του συγνεφιά. Μεςτο λόγγο αν σταματήση Για να πάρη ανασασμό, Κάποιος λύκος θα χουμήση Για ν' αρπάξη το νεκρό. Καλιακούδαις και κοράκοι Το κεφάλι κυνηγούν, Με τα νύχια απ' το δισάκκι Να το κλέψουν πολεμούν.