United States or Heard Island and McDonald Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ή θαρρείς για τον πατέρα αν κανένας αμφιβάλλη, πως θα παραλείψουν τάχα να τα χέσουνε και πάλι; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Αλλά δεν θα επιστρέψη όποιος τύχη να το ιδή. Τότε εύκολα κτυπούσε τον πατέρα το παιδί, και δεν έδιναν καθόλου προσοχήν οι πάρα-πέρα• αλλά τώρα, σαν ακούσουν πως κτυπούν ένα πατέρα, ο καθένας ότι δέρνουν τον δικόν του θα νομίση και θα τρέξη να χωρίση,

Ο δυνατός αέρας χτυπούσε το πρόσωπό μου και τα μάγουλα, και γύρω μου άκουγα έναν κρότο σαν από βροντερούς καταρράχτες, που τους δέρνουν άγριοι άνεμοι. Είδα τις γραμμές των βράχων να χάνουνται γλαυκόμαυρες στο μάκρος, ενώ η μπόρα κυνηγούσε με λύσσα τα σύννεφα στον ουρανό, που έλαμπε γαλανός εκεί όπου σκιζόντανε τα νέφη.

Εάν δε κανείς σε δείρη ή σε βασανίση, να μη το θεωρής δυσάρεστον. ΑΓΟΡ. Τι λες; Να μη πονώ όταν με δέρνουν; Δεν έχω το δέρμα της χελώνης ή του κάβουρα. ΔΙΟΓ. Ν' ακολουθής με μικράν παραλλαγήν εκείνο που είπεν ο Ευριπίδης. ΑΓΟΡ. Τι;

Εγώ τουλάχιστον νομίζω ότι, αν επισκεφθώ ποτε την Σπάρτην καθ' όν καιρόν γίνονται αυτά, δεν θα βραδύνουν να με λιθοβολήσουν• διότι θα γελώ όταν θα βλέπω να τους δέρνουν ως να είνε κλέπτες ή λωποδύτες ή να έκαμαν άλλου είδους έγκλημα. Μου φαίνεται ότι μία πόλις, η οποία κάνει τόσον γελοία πράγματα εναντίον της ιδικής της νεολαίας, δεν είνε καλά στα μυαλά της.

Πείσμα, νομίζεις, έβαλαν να τα θάψουν και αδερφωμένα το πολεμούν, τα δέρνουν αλύπητα. Καντάρια πέφτει ο άνεμος από ψηλά, μεστώνει τα πανιά, σχοινιά λιγύζει, τα κατάρτια σκουντά, τρώγει τους μακαράδες και τα σίδερα στο πεταχτό διάβα του. Φύλλο περνά, φύλλο πλακώνει, άλλο φύλλο αρματώνεται στο άπειρο διάστημα.

Πώς ψαροθρόφα θάλασσα διο άνεμοι αντάμα δέρνουν, ο ζέφυρος με το βοριά, άμα άξαφνα πλακώσουν 5 μέσα απ' τη Θράκη, και με μιας το μελανό της κύμα θεριέβει κι' όξω απ' το γιαλό πετάει σωρό τα φύκια· να πώς παράδερνε η ψυχή στων Αχαιών τα στήθια.

Γλυκοπετούσε η καρδιά μου από τη χαρά που τους έβλεπα όλους και χαίρουνταν, και φύλαγα βαθιά τους κρυφούς μου τους πόνους, τον πόνο της Λενιώς, και της ιστορίας του γέρου. . . Σα να τους γλύκαινε τους πόνους εκείνους η καλοτυχιά που έβλεπα γύρω μου, σα να τον αγαπούσα τώρα τον κόσμο με τα δεινά του, το πέλαγο αυτό που σε δέρνουν τα κύματα, μα σε χαδεύει κάποτε κι ο αφρός τους.

Γιόνε αφού μούδωκε λαμπρό της δόλιας να γεννήσω, πρώτο λεβέντη, κι' έρηξε λες ύψος σα φυντάνι, σα δέντρο εγώ τον άντρωσα π' ανθίζει σε περβόλι, κι' έτσι στην Τρία τον έστειλα να πολεμήσει Τρώες 440 μ' αρμάδα αναφρυδόπλωρη, μα πια δε θα γυρίσει ξανά ναν τον δεχτώ η πικρή στο γονικό του πύργο. Μα κι' όσο ζει και βλέπει ήλιου αχτίδα, πάλε ακόμα πάθια τον δέρνουν και καμιά βοήθια εγώ δεν τούμαι.

Είσαι και τέτοιος, παληόγερε; Δε βλέπεις τα χάλια σου που δεν έχομε ψωμί να φάμε! — Σώσε με, γυναίκα, φώναξε ο Κυρ-Νικολάκης. — Τώρα να σε σώσω! Βγάζει κι' αυτή το πασσούμι της και τον αρχίζει στις κατακεφαλιές. Μια η χήρα, μια η γυναίκα του. Τέτοιο πράμμα δε μεταστάθηκε στον τόπο. Μαζεύτηκε όλη η γειτονιά. Λες και ήτανε θέατρο. Ένας γέρος να τον δέρνουν δυο γυναίκες.

Είμαι ο πατέρας του Αλεξάνδρου Σοφή, είπεν εκείνος ατάραχος, στρεφόμενος απαθώς προς τους εισελθόντας, και ήλθα να μάθω αυτόν τον κύριον πώς δέρνουν. Και ανεχώρησεν ησύχως, όπως είχεν έλθει. Το μάθημα, εννοείται, διεκόπη, και ημείς ωρμήσαμεν φαιδροί προς την κλίμακα, και κατέβημεν πηδώντες ανά δύο τας βαθμίδας της.