United States or French Southern Territories ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η εντολή της ήτο να σου φέρη την τροφήν σου και να φύγη. Η Αϊμά δεν απήντησε. — Διά να μείνη λοιπόν τεσσάρας ώρας κατά συνέχειαν μετά σου, παρέβη τα χρέη της, και διά να τα παραβή, θα ειπή ότι είχε λόγους. Τους λόγους λοιπόν τούτους επιθυμώ κ' εγώ να μάθω. Η Αϊμά παρετήρει έκπληκτος. — Ειξεύρεις έν πράγμα; επανέλαβεν η ηγουμένη.

Κάματε πολύ κακά ναρθήτε. ΛΕΛΑΤο ξέρω. Το καταλαβαίνω. ΦΛΕΡΗΣΑφού το ξέρετε και το καταλαβαίνετε έπρεπε να μην κάμετε αυτό που κάματε. Ξέρετε πολύ καλά το λόγο. ΛΕΛΑΠίστευα πως θα μ' ακούγατε, πριν με μεταχειρισθήτε έτσι. Υπόθεσα πως θα περιμένατε να μάθετε πρώτα . . . ΦΛΕΡΗΣΔεν έχω να μάθω τίποτε.

Ποίος το ειξεύρει; είπε μετ' αμφιβολίας η Αϊμά. — Θα υπάρχουν άνθρωποι να το ειξεύρουν, πιστεύω. — Και πού να τους εύρωμεν; — Αυτό πρέπει να το φροντίσωμεν χωρίς άλλο. Πιστεύεις ότι αισθάνομαι συμπάθειαν διά σε; — Ευχαριστώ, μήτερ μου. — Και επιθυμώ να μάθω ποία είσαι, προσέθηκεν η Σιξτίνα μη ευρίσκουσα άλλην ερμηνείαν της λέξεως συμπάθεια. — Κ' εγώ επιθυμώ το ίδιον, είπεν η Αϊμά.

Είμαι άλλος άνθρωπος, νέος άνθρωπος, Λες και ξαναβαπτίσθηκα. Εγώ που χρόνια τώρα δεν ηρώτησα για τους γονείς, για την γυναίκα μου, για την πατρίδα μου, αμέσως εζήτησα το πρωί να μάθω. Πώς μ' εξέχασες τόσα χρόνια, βρε καπετάν-Καλόγερε; του είπα. Δεν ξεύρεις πως είμεθα πατριώταις, πες μου, πες μου για τον πατέρα μου . . . πες μου για την γυναίκα μου! Και άρχισα να κλαίω».

Και βέβαια μικρόν, μα τον Δία, καλέ Σωκράτη, και χωρίς καμμίαν αξίαν, διά να εκφρασθώ ούτω πως. Σωκράτης. Τότε λοιπόν εύκολα θα το μάθω και κανείς δεν θα με εντροπιάζη άλλην φοράν. Ιππίας. Βεβαίως κανείς. Διότι τότε θα ήτο μηδαμινή και ασήμαντος η ιδική μου υπόστασις. Σωκράτης. Εύγε σου καλά λέγεις, μα την Ήραν, καλέ Ιππία, αν υπάρχη ελπίς να νικήσωμεν αυτόν τον άνθρωπον.

Μα μη μου δίδετε μισθόν . . . — Πώς; χάρισμα θα με δουλεύης; Δεν γίνεται. — Ήθελα να πάγω εις το σχολείον,. . . . να μάθω γράμματα,. . . . και να υπηρετώ, όταν ήμαι εύκαιρος. — Να μάθης γράμματα; Ας ήνε. Πώς σου ήλθε αυτή η ιδέα; — Θέλω να διαβάσω κάτι χαρτιά που μου εχάρισε χθες η καϋμένη η θειά μου. — Τι χαρτιά; φέρε τα να σου τα διαβάσω εγώ. Ο παις έστη επί στιγμήν αμήχανος.

Όταν λοιπόν ανεχώρησα από την συνάντησιν, εθύμωνα με τον εαυτόν μου και τον ύβριζα και τον εφοβέριζα, ότι, μόλις ανταμώσω κανένα από σας τους σοφούς, θα προσέξω να το μάθω και να το μελετήσω καλά και πάλιν θα επιστρέψω εις αυτόν που με ερώτησε, διά να ανανεώσω την λογομαχίαν.

Καθ' όσον εν τη μονή ταύτη είχε χειροτονηθή ο Διάκος. Και τρις ανάθεμά τηνε την ώρα που οι συντρόφοι Σου εδείξανε την πλάτη του.. σ. 94. Ότε απεφάσισα μετ' ακριβείας να μάθω τα περί της οιωνοσκοπείας ταύτης θρυλλούμενα, επορεύθην πρός τινα υπερεκατοντούτην βλαχοποιμένα, και εύρων αυτόν εν ώρα χειμώνος θερμαινόμενον υπό τον ήλιον και επιτηρούντα μακρόθεν το ποίμνιον, — Καλώς τα κάνεις, γέροντα.

Και πολύν θησαυρόν αν μοι έδιδον, δεν θα επώλουν τας περί τούτου ελπίδας μου, αλλά αφού έλαβα τα βιβλία του με μεγάλην βίαν ανεγίνωσκα όσον ηδυνάμην γρηγορώτερα, διά να μάθω το γρηγορώτερον ποίον είναι το καλύτερον και ποίον το χειρότερον.

Αφού ανεπαύθη επ' ολίγας στιγμάς ο Τρέκλας, εσηκώθη και είπε προς τον Θεόδωρον·Ειξεύρεις διατί ήλθα; Τα ψεύδη του Τρέκλα. Ο Θεόδωρος τον εθεώρησε μετ' απορίας και απήντησε·Πώς θέλεις να ειξεύρω διατί ήλθες; — Μήπως έμαθες τίποτε; — Τι να μάθω; — Επειδή εγώ δεν είμαι τόσον γρήγορος εις τον δρόμον... — Έλα δα!