United States or Liechtenstein ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ελθούσα έστη πλησίον των ξένων κυριών κομψώς χαιρετίσασα. — Νά τα! Νά τα! Είπε τότε μετ' αγανακτήσεως ο επίτροπος και προσέθηκε: — Τώρα δεν μένει άλλο, παρά να καταιβούνε αι γυναίκες κάτω και ν' αναιβούνε οι άνδρες απάνω.

Ήδη ο μπάρμπα-Κώστας έκλεισε τας πύλας του ναού. Η λιτανεία έστη προ αυτού εν τη μικρά πλατεία. Και ο Επιτάφιος έστη ωσαύτως, πλην κρατείται υψηλά πολύ από του εδάφους επιτηδείως, μη γείνη προπετής διαρπαγή των λαμπάδων ακαίρως. Οπίσω δε εις δύο γραμμάς ένθεν και ένθεν με τας λαμπάδας αναμμένας ίστανται εν σιγή οι άνδρες χωριστά και χωριστά αι γυναίκες. Το άσμα έπαυσεν.

Ο αρχιληστής, κρατών εκ της χειρός τον τρέμοντα και ημιλιπόθυμον οικονόμον ανήλθε τον τρίτον όροφον, γνωρίζων όλα τα εν τω μοναστηρίω καλλίτερον από πολλούς των μοναχών, κ' έστη ενώπιον του ηγουμενείου, όπου ην και το ταμείον. Εκρότει πενθίμως η μεγάλη κόρδα εκείνη από τα βαρέα πατήματα του ληστού. Εισήλθον. Ήνοιξε το κιβώτιον ευκόλως ο αρχιληστής.

Είτα δε, ωσεί φαεινή τις ιδέα επήλθεν αίφνης απαντώσα εις το ενδιάθετον αυτό ερώτημα, έστη αποτόμως επιστραφείς ενώπιον της συζύγου του και ηρώτησε·Θέλεις, Ερμιόνη μου, να σιωπήσουν οι γείτονές μας, και να παύση όλη αυτή η διασκέδασις και ο θόρυβος; — Όχι τους καϋμένους! απήντησεν εκείνη περίτρομος, τις οίδεν οποία υποθέτουσα τα σχέδια του συζύγου της.

Όπισθεν ενός πορφυρού κίονος, κρυφοκυττάξας γύρω, αφού συνήλθεν από της πρώτης εκπλήξεως, έκαμε τον σταυρόν του, δειλόν και έμφοβον σταυρόν, είτα ελθών έστη σκυθρωπός, εκεί οπού άλλοτε ήτο η αγία Τράπεζα.

Την φοράν ταύτην η Βεάτη ησθάνετο εν εαυτή διπλούν θάρρος ή την προλαβούσαν εσπέραν, είχε δε απόφασιν να εξαγάγη κέρδος τι, όπως ηδύνατο, εκ της δευτέρας ταύτης κατοπτεύσεως. Αφού ανέβη και τας τεσσάρας κλίμακας, έστη επί στιγμήν όπως αναπνεύση, επλησίασεν εις την θύραν του κλειστού θαλάμου και ηκροάσθη. Ουδέ πνοή ηκούετο.

Και περάνας την αποστροφήν του ο φίλος μου, έστη ενώπιόν μου προκλητικός ως ερωτηματικόν σημείον. — Δεν τ' αρνούμαι όλ' αυτά, υπέλαβον εγώ δειλώς, πολύ δειλώς, διότι είνε δυστυχώς αλήθεια· αλλά νομίζω ότι το συμπέρασμά σου είνε κάπως υπερβολικόν. — Πώς; υπερβολικόν; εφώνησεν εκείνος, και η ράβδος του εδούπησεν επί του πεζοδρομίου.

Αινιττόμενος το χαρμόσυνον τούτο έθιμον, της αντλήσεως του ύδατος, ο Ιησούς «έστη και έκραξε λέγων: Ει τις διψά, ερχέσθω προς Με και πινέτω. Αλλά το γεγονός ότι τινές ήρχιζον αναφανδόν να λέγωσι περί Αυτού «ο Προφήτης» και «ο Χριστός», μόνον εξώργιζε τους άλλους. Είχον μικράν δυσχέρειαν, την εξής: «Μη εκ της Γαλιλαίας ο Χριστός έρχεται; ουκ εκ της Βηθλεέμ, εκ σπέρματος Δαυίδ, ο Χριστός έρχεται;»·

Μα μη μου δίδετε μισθόν . . . — Πώς; χάρισμα θα με δουλεύης; Δεν γίνεται. — Ήθελα να πάγω εις το σχολείον,. . . . να μάθω γράμματα,. . . . και να υπηρετώ, όταν ήμαι εύκαιρος. — Να μάθης γράμματα; Ας ήνε. Πώς σου ήλθε αυτή η ιδέα; — Θέλω να διαβάσω κάτι χαρτιά που μου εχάρισε χθες η καϋμένη η θειά μου. — Τι χαρτιά; φέρε τα να σου τα διαβάσω εγώ. Ο παις έστη επί στιγμήν αμήχανος.

Ανήρ υψηλός, σκυθρωπός και σιωπηλός ήλθε και έστη ως φάντασμα πλησίον της Αϊμάς. Η νέα ετρόμαξε και αφήκε κραυγήν. — Θεέ μου! ποίος είσαι; Ο άνθρωπος εκείνος ανεγνώρισε την φωνήν ταύτην, και αποτείνας τον λόγον προς την νέαν τη είπε·Συ είσαι, η Αϊμά; — Ω Θεέ μου! εψιθύρισεν η κόρη. — Υπάγωμεν, Αϊμά, είπε παραδόξως ο άνθρωπος εκείνος. Τώρα αυτοί θα σκοτωθούν.