United States or Yemen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' εις τας κοιλάδας της Γεννησαρέτ, ίσως από του άντρου ληστού τινος εις αγρίας φάραγγας της Κοιλάδος των Περιστερών, δυνατόν να είχε πλησιάσει εις την Παρουσίαν του Κυρίου, δυνατόν να υπήρξεν είς εκ των τελωνών εκείνων και αμαρτωλών οίτινες προσήχοντο διά να Τον ακούωσι. Και οι λόγοι του Ιησού είχον εύρη χώρόν τινα εις το αγαθόν έδαφος της καρδίας του· δεν είχον πέσει όλοι επί πετρώδους γης.

Ο λαός, πεισθείς υπό των ιερέων του, εκραύγαζεν υπέρ της απολύσεως του στασιαστού και του ληστού. Προς τούτον πάσα χειρ ωρέγετο, και υπέρ τούτου πάσα φωνή υψούτο, υπέρ του Αγίου, του Ακάκου, του Αμώμου, υπέρ εκείνου ον μύρια Ωσαννά είχον προσαγορεύσει πέντε ημέρας πρότερον, ουδέ λέξις ελέους ή συνηγορίας εύρεν έκφρασιν. «Το είδος Αυτού άτιμον και εκλείπον προς πάντας τους υιούς ανθρώπων».

ΣΟΛ. Ούτε σιδήρου έχει ανάγκην ο θεός, αλλ' είτε χαλκόν, είτε χρυσόν αφιερώσης, θα γείνη λεία των ανθρώπων, των Φωκέων λόγου χάριν, των Βοιωτών ή των Δελφών, ή κανενός τυράννου ή ληστού, ο δε Απόλλων ολίγον ενδιαφέρεται διά τα χρυσά σου αφιερώματα. ΚΡΟΙΣ. Πάντοτε συ μου κατηγορείς τον πλούτον και τον φθονείς.

Ημείς δε θα ιστορήσωμεν τας πράξεις ληστού πολύ ωμοτέρου, καθόσον δεν ελήστευεν εις τα δάση και τα όρη, αλλ' εις τας πόλεις, και δεν ελεηλάτει μόνον την Μυσίαν και τα περί την Ίδην μέρη, ούτε ολίγας χώρας της Ασίας τας ερημοτέρας, αλλά όλον, δύναταί τις να είπη, το ρωμαϊκόν κράτος εγέμισεν η ληστεία του.

Τόση ήτο του δειλού ληστού η βία και η προς φυγήν μανία, ώστε η Γερακούλα δις και τρις περιέβλεψε, μη τωόντι από του ρεύματος ενεφανίσθησαν τα πονηρά της ερημίας πνεύματα. Και τότε είδε δύο των θυγατέρων ν' αναβαίνωσι προς αναζήτησίν της. — Σωπάτε! ψιθυρίζει η μήτηρ, ιδούσα αυτάς θορυβούσας. — Τι είνε; Ερωτά η Ελένη.

Αλλά και κάτι άλλο εμηχανεύθη ο τρισκατάρατος δολιώτατον και άξιον μεγάλου ληστού. Όταν απεσφράγιζε τα πεμπόμενα ερωτήματα και αναγινώσκων αυτά εύρισκε τίποτε επιλήψιμον και δυνάμενον να έχη σοβαράς συνεπείας διά τον ερωτώντα, το εκράτει και δεν το επέστρεφε, διά να τους έχη υποχειρίους και σχεδόν δούλους διά τον φόβον μήπως αποκαλυφθούν όσα ηρώτησαν.

Ήρπασε το πτώμα του ληστού, το έρριψεν εις την χαίνουσαν πυρακτωμένην κάμινον, το εστρηφογύρισεν εντός αυτής δις και τρις διά της π ά ν α ς της, το έσυρεν έπειτα έξω, και πυρίκαυστον, μελανόν, παράμορφον, έδραμε και το επέταξεν επί μεγάλου λίθων σωρού, όστις απέκειτο προς οικοδομήν εις γωνίαν τινά της αυλής.

Αλλ' εάν τις μας κατηγορήση διά τούτο θα έχωμεν να αντιτάξωμεν άλλο τι παραπλήσιον. Και ο Αριανός ο μαθητής του Επικτήτου, Ρωμαίος εκ των πρώτων, όστις καθ' όλον του τον βίον ησχολείτο με την παιδείαν, έπαθέ τι παρόμοιον και δύναται ν' απολογηθή υπέρ ημών. Αυτός κατεδέχθη να γράψη τον βίον του ληστού Τιλλιβόρου.

Ο αρχιληστής, κρατών εκ της χειρός τον τρέμοντα και ημιλιπόθυμον οικονόμον ανήλθε τον τρίτον όροφον, γνωρίζων όλα τα εν τω μοναστηρίω καλλίτερον από πολλούς των μοναχών, κ' έστη ενώπιον του ηγουμενείου, όπου ην και το ταμείον. Εκρότει πενθίμως η μεγάλη κόρδα εκείνη από τα βαρέα πατήματα του ληστού. Εισήλθον. Ήνοιξε το κιβώτιον ευκόλως ο αρχιληστής.

Τα αναρίθμητα κελαδήματα των πτηνών ούτε ηκούοντο καν υπό των καταπεπληγμένων γυναικών και πάσα κίνησις φύλλων υπό του δροσερού ανέμου αναπαρίστανεν εις την έκπληκτον φαντασίαν των δειλών εκείνων όντων την αυχμηράν όψιν ληστού ή λιάπη! Πόσον ο τρόμος μεταβάλλει την όψιν των πραγμάτων! Αι περισσότεραι ούτε εξήλθον καν τας τρεις πρώτας ημέρας.