United States or Slovenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν ήτο μεν ο Μοναχάκης ευσεβής σαν τον πατέρα του, δεν ήτο δραστήριος, ούτε φιλόπονος όσον εκείνος, όμως δεν ήτο και οκνηρός. Είχε κάποιαν τάξιν εις τον βίον του, θέλεις από καλήν συνήθειαν της ανατροφής του, θέλεις από εντροπήν και σεβασμόν προς τον πατέρα του. Είχεν όμως έν μέγα ελάττωμα, μεγάλην επιπολαιότητα και κάποιαν ακρισίαν, διό και τον επέπληττε πολλάκις αστόχαστον αυτόν ονομάζων.

Ενώ ήταν ακόμη αφιερωμένος εις τας σπουδάς του, μέγα οικογενειακόν δυστύχημα, ο πρόωρος θάνατος του πατρός του, αφαιρεί τον Αμλέτον από την μελέτην και τον υποχρεόνει να περάση εις τον πρακτικόν βίον.

Και βεβαίως οι αληθείς λόγοι φαίνεται ότι δεν είναι μόνον χρήσιμοι διά την γνώσιν, αλλά και διά τον βίον. Δηλαδή, όταν συνάδουν με τα έργα, γίνονται πιστευτοί, και διά τούτο παρορμούν τους εννοούντας αυτούς να ζουν συμφώνως με αυτούς. Και λοιπόν αυτά μεν είναι αρκετά, όσα δε ελέχθησαν από άλλους έως τόρα περί της ηδονής, ας τα προσέξωμεν.

Η επιρροή του Τιγγελίνου είχεν εκπέσει εντελώς. Εν Ρώμη, όταν έπρεπε να υποτάξη όσους εφαίνοντο επικίνδυνοι, να λεηλατήση τας περιουσίας των, να διαπραγματευθή πολιτικάς υποθέσεις, να μηχανευθή επιδείξεις ή να ικανοποιήση τας τερατώδεις ιδιοτροπίας του Καίσαρος, ο Τιγγελίνος ήτο ο απαραίτητος άνθρωπος. Αλλ' εις το Άντιον ο Καίσαρ έζη βίον ελληνικόν.

Ο Ιώσηπος, όστις έζησε τρία έτη μετ' αυτού εις το ορεινόν σπήλαιόν του, περιγράφει τας αυστηράς στερήσεις, τας οποίας επέβαλεν εις εαυτόν και τον πλήρη σκληραγωγιών βίον του, και μας λέγει, πως ενεδύετο με φύλλα, και πως ετρέφετο με ρίζας και πως νυχθημερόν κατεβυθίζετο εις τα παγερά ύδατα, διά να διατηρήται το σώμα του πάντοτε καθαρόν και η καρδία του αγνή.

Μόνον τούτο τον ήκουσα να λέγη, ότι ήθελε να επιθέση χρυσούν στέφανον εις τον χρυσούν βίον του• διότι έπρεπεν ο ζήσας όπως ο Ηρακλής και ν' αποθάνη όπως ο Ηρακλής και ν' αναμιχθή με τον αιθέρα. Θέλω δε, είπε, και να ωφελήσω τους ανθρώπους, δεικνύων εις αυτούς πώς πρέπει να περιφρονούν τον θάνατον, και νομίζω ότι πρέπει όλοι οι άνθρωποι να μου χρησιμεύσουν ως Φιλοκτήται.

Ας ήτον και τώρα να φανή, να πλησιάση μία βάρκα! . . . Η Φραγκογιαννού θα παρεκάλει τους νέους αλιείς, τους πατριώτας της, να την επάρουν μαζύ, μέσ' την βάρκα . . . Και πού θα επήγαινε;. . . Ω, βέβαια στα πέρα χώματα, στα μέρη τ' αντικρυνά, στην μεγάλη στεριά . . . Κ' εκεί τι θα έκαμνε; Ω είχεν ο Θεός, θ' άρχιζ' εκεί νέον βίον!

Πολίται διάγοντες βίον άεργον και οκνηρόν, άνευ τινός ωφελίμου ενασχολήσεως, και επομένως αναιδώς επιβαρύνοντες και συμπολίτας και πατρίδα, βεβαίως ουχί μόνον ανωφελείς, αλλά και επικίνδυνοι και αποτρόπαιοι και επιβλαβείς εις την πατρίδα αποκαθίστανται.

Μέχρι του τεσσαρακοστού έτους της ηλικίας του είχε σκοπόν να γείνη καλόγηρος, και συχνά επεσκέπτετο το ιερόν Κοινόβιον, μίαν ώραν μακράν του χωρίου, ευχαριστούμενος εις τον ησυχαστικόν βίον. Αλλ' αιφνιδίως όταν επάτησεν εις το πεντηκοστόν έτος, μετέβαλε γνώμην και ενυμφεύθη.

Τον βίον μου έβλεπα να εκτείνεται έμπροσθέν μου ως μακράν παράταξην από καλά δείπνα, διαφανή σύννεφα δαντέλλας, λαμποκοπήματα μαύρων οφθαλμών και παντός χρώματος κανδήλας. Ως να ήτο χθεσινή ενθυμούμαι την ήδη τεσσαρακονταετή του σκύλου εκείνου ιστορίαν. Ήμην τότε μαθητής της πρώτης τάξεως του ελληνικού σχολείου εις το ελληναμερικανικόν Λύκειον του μακαρίτου Χρήστου Ευαγγελίδου.