United States or France ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τον έβλεπα να λαλή περιπαθώς δακτυλοδεικτών τας αδελφάς μου και εμέ, ενώ ο ναύτης απέσυρε την χείρα, εντός της οποίας εζήτει ο πατήρ μου να θέση φιλοδώρημα. Κατ' εκείνην την στιγμήν η μήτηρ μου όπισθεν μ' έλαβεν εκ της χειρός. Εστράφην προς αυτήν. ― Λουκή μου, πάρε τας αδελφάς σου και πηγαίνετε με την ευχήν μας. Αφήσατέ μας ημάς εις το έλεος του Θεού.

Ο πιστός αυτού συναγωνιστής και φίλος Σάκος, ο εξ Ακαρνανίας, κατά παραγγελίαν του θνήσκοντος αρχηγού απέκοψε την κεφαλήν και μόνος απομείνας εν μέσω των πολεμίων, περιετύλιξεν αυτήν εντός της φουστανέλλας και υπεχώρει μαχομένος διά της δεξιάς χειρός προς τους επιτιθεμένους μαχητάς τον Μήτζου Μπόνου.

Συνέβη πολλάκις να μείνωσι μόνοι, η Αρσινόη και ο Φωκίων και τότε όμως περί παντός άλλου εγίνετο λόγος, ουδέποτε δε περί πράγματος δυναμένου να δώση έστω και πόρρωθεν νύξιν περί του παλαιού αισθήματος, του νεκρωθέντος προ πολλού ήδη . . . Διότι, σπάνιαί τινες χειρός θλίψεις θερμότεραι, παρατεταμέναι, ή εξακοντίσεις βλεμμάτων τολμηρότεραι, δεν ηδύναντο ν' ανησυχήσωσι την νέαν γυναίκα.

Μετά τους χαιρετισμούς και τας ευχαριστίας εξέφρασε λύπην ότι η Πομπονία τόσον σπανίως εφαίνετο, ότι δεν την συνήντα τις ούτε εις το ιπποδρόμιον, ούτε εις το αμφιθέατρον, εις ταύτα δε εκείνη απήντησεν ήρεμος και θέτουσα την χείρα επί της χειρός του συζύγου της: «Γηράσκομεν και οι δύο, αγαπώμεν επί μάλλον την οικιακήν εστίαν».

Στραφείς δε προς τον τυφλόν τον έλαβεν εκ της χειρός, τον έφερε πλησίον του παραθύρου, και ανοίξας διά των δακτύλων τα βλέφαρά του εξήτασεν επί μίαν στιγμήν προσεκτικώς τους αφωτίστους οφθαλμούς του. Έπειτα βλέπων την γραίαν, ήτις παρηκολούθει ατενώς την εξέτασιν, εκίνησεν οριζοντίως την χείρα ως αν έλεγε: τετέλεσται! Η γραία έθεσε τον δάκτυλον εις τα χείλη και ήνωσε παρακλητικώς τας δύο χείρας.

Πλην έκαμνεν όλα αυτά τα κακιώματα διά να ξεκολλήση τίποτε μέτρημα, «να κάμη κι' αυτός μια δουλειά, να ζήση». Ναυαγήσας εις την Μαύρην θάλασσαν, είχε θραύσει το οστούν της αριστεράς χειρός του, η οποία αδύνατος πλέον καθίστα αυτόν σχεδόν άχρηστον ως ναυτικόν. Φιλόπονος όμως νέος, ήνοιξε το μικρόν καφενείον, εκ του οποίου «έβγαζε το τσουβάλι» την τροφήν του.

Το γλυκύ ποτήριον ή εκφεύγει της χειρός, πριν προφθάσωμεν να σβύσωμεν την δίψαν μας ή το εν αυτώ θείον νέκταρ μεταβάλλεται εις όξος, και τότε ημείς αυτοί αποστρέφομεν μετ' αηδίας τα χείλη. Η δε ημετέρα ηρωίς, ενώ έπλεε πλησίστιος εις το πέλαγος της ηδονής, προσέκοψεν αίφνης κατά φοβερού τινος υφάλου, ον προ πολλού είχε παύσει να φοβήται.

Έβλεπες άξαφνα ένα τούτων να κύπτη να συλλαμβάνη με την παλάμην μικρόν οκταπόδιον, να το δαγκάνη εις τον λαιμόν, ν' αγωνίζεται ν' αποσπάση από τον καρπόν της χειρός του τους μυζητήρας, να τρέχη εις την άμμον και να το κοπανίζη γενναίως, εις τον πρώτον λίθον τον οποίον θα εύρισκε λείψανον παρασυρθέντος από τα κύματα ξηρολιθίνου περιβόλου κήπου ή ερείπιον πάλαι ποτέ υπαρξάσης προκυμαίας.

Το κομψευόμενον κοινόν εθεάτο αταράχως το θέαμα εκείνο το πράγματι αξιοκαταφρόνητον. Άνθρωποι τινες είχον συμπλακή και η πάλη ήρχισε να γίνεται αιματηρά. Οι λυσσωδέστεροι εκ των παλαιστών απέρριπτον τας ασπίδας των και σφίγγοντες τους αντιπάλους των διά της αριστερής χειρός, εμάχοντο μέχρι θανάτου με την δεξιάν.

Έθεσα, τότε την χείρα επί του ώμου της και ηθέλησα να την προτρέψω να φάγη, αλλά δεν ηδυνήθην να είπω πολλά, διότι είδα τα δακρυα ρέοντα διά μέσου των δακτύλων της, και επνίγετο η φωνή μου και εθολούντο οι οφθαλμοί μου. Η μήτηρ μου εκάθητο παρέκει. Έδειξα διά της χειρός την Ανδριάναν και με ενόησεν η μήτηρ μου, και εγερθείσα ήλθε πλησίον της δυστυχούς νέας.