United States or Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επλησίασα, έθεσα την χείρα μου επί της κεφαλής του και είπα μίαν ευχήν μεγαλοφώνως. Ότε ετελείωσα, έκαμε τον σταυρόν του και μου εφίλησε την χείρα. Δεν είσαι καλά εδώ, Χρήστε μου τω είπα. Έλα να υπάγωμεν εις του θείου σου. Δεν κατοικεί κανείς εκεί και θα είσαι καλλίτερα και ησυχώτερος. Ακολούθει με. Ηγέρθη εν σιωπή. — Δεν θέλω να με ιδή κανείς, είπεν ησύχως.

Στο χωριό, που σκύβουν κι όλο σκύβουν οι χωριανοί, να μην αποκοτάη ο πιο σκυμμένος να ξεστομίση ευκή του Μετζίτη, και στην «Επτάλοφο» Πόλη, μέσα στα φυλλοκάρδια του Βυζαντίου, δυο πηδήματα μακριά από τη «Μεγάλη του Γένους Σχολήνα βρίσκεται νοικοκύρης με γυναίκα και με παιδιά να θυμώνη που έθεσα μικρό λουλούδι στον τάφο της λευτεριάς του! Αυτό δε γίνεται. Αυτός πρέπει να γεννήθηκε σε χαρέμι.

Έθεσα την επιστολήν εις το χαρτοφυλάκιόν μου και ούτε εσκέφθην πλέον τι περί του Κυρίου Μελέτη ή περί της θυγατρός του, μέχρι της ημέρας καθ' ην επεβιβάσθημεν εις το ατμόπλοιον, το οποίον μας έφερεν εις την νήσον του. Ο ήλιος είχε δύσει, ότε προσωρμίσθη το ατμόπλοιον εν τω μέσω κόλπου ημικυκλικού.

Ησθανόμην την πυκνότητα της νυκτός να με βαρύνη και να με πνίγη. Η ατμόσφαιρα ήτο απελπιστικώς βαρεία. Έμεινα ξαπλωμένος χωρίς να κινηθώ και έθεσα εις ενέργειαν όλας τας δυνάμεις του νου μου. Ανεπόλησα τας διαφόρους μεθόδους των ιερεξεταστών και από το σημείον τούτο προσπαθούσα να εξαγάγω ποια μπορούσε να είναι η παρούσα κατάστασίς μου.

Εγονάτισα πλησίον του, έσκυψα και επρόφερα σιγά το όνομά τουΓιάννη, Γιάννη, είμ' εγώ, ο Λουκής. Μη τρομάξης. Ο Λουκής. Εξύπνησεν ο γέρων, εκράτει την αναπνοήν του, αλλ ούτε ωμίλησεν ούτε εκινήθη. Ενόμιζεν ίσως ότι ονειρεύεται. Έθεσα την χείρα επί του βραχίονός του και είπα εκ νέου το όνομά μου. Ανεκάθησεν επί της στρωμνής του, αλλά παρήλθεν ώρα ικανή μέχρις ου συνέλθη εντελώς.

Εκτός των ιστορικών τούτων ανταγωνισμών υπεράνω πάσης άλλης βασάνου, πάσης άλλης περιφρονήσεως, έθεσα πλησίον του Διάκου, αφ' ης στιγμής συνελήφθη μέχρι του μαρτυρίου, ανώνυμον και ειδεχθή δαίμονα τον Γ ύ φ τ ο ν.

Αφού έθεσα έτσι τα ζητήματα, τώρα ας αναλύσω τον εαυτό μου, και ας κοιτάξω πώς σχετίζομαι με όλ' αυτά ε γ ώ, το Ελληνικό άτομο του 1908. Με συμβουλεύει ο κ.

Έθεσα, τότε την χείρα επί του ώμου της και ηθέλησα να την προτρέψω να φάγη, αλλά δεν ηδυνήθην να είπω πολλά, διότι είδα τα δακρυα ρέοντα διά μέσου των δακτύλων της, και επνίγετο η φωνή μου και εθολούντο οι οφθαλμοί μου. Η μήτηρ μου εκάθητο παρέκει. Έδειξα διά της χειρός την Ανδριάναν και με ενόησεν η μήτηρ μου, και εγερθείσα ήλθε πλησίον της δυστυχούς νέας.

Ουδεμίαν άλλην απάντησιν μοι έδωκεν. Ελυπήθην διότι μετά πολυετή άσκησιν δεν είχον μάθει ακόμη εντελώς την τέχνην της σιωπής, και εξηλεγχόμην όλως αδόκιμος, ως παιδίον. Εν τούτοις, όπως εξαγοράσω το αμάρτημα τούτο, ήρχισα να σε νοσηλεύω μετά ζήλου, κόρη μου. Όσα μέσα είχον, τα έθεσα εις ενέργειαν και μετήλθον πάσαν επιμέλειαν.

Ανήκων εις εκείνους οι οποίοι ποτέ δεν τα έχουν καλά με την θάλασσαν, όταν έθεσα τον πόδα επί του καταστρώματος του κολοσσού εκείνου ησθάνθην έν είδος αφοβίας προς το υγρόν στοιχείον, πολύ ομοίας με την αυθάδειαν του μυθολογουμένου εριφίου, εις τας λοιδορίας του οποίου, ως γνωστόν, ο λύκος απήντησε το «ου συ με λοιδορείς, αλλ’ ο τόπος».