United States or Jamaica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ποτέ δεν εγνώρισα γέλωτα περιέχοντα τόσην έκφρασιν, τόσην ρητορικήν ακρίβειαν και ποικιλίαν. Ημείς οι άλλοι γελώμεν, ως κράζουσιν αι χήνες, αμεταβλήτως σχεδόν εν πάση περιπτώσει. Εν τω γέλωτι της κόρης εκείνης ηδύνασο να διακρίνης όχι μόνον την εκάστοτε αιτίαν αυτού, αλλά και όλας τας φάσεις της θυμικής αυτής καταστάσεως, εξ ης προήρχετο, υφ' ων συνωδεύετο.

Είτα η ιερά εικών και το Ευαγγέλιον, απετέθησαν επί πεζούλας, εκπληρούσης χρέη τρισκελίου, εφ' ης αι γυναίκες είχον στρώσει μεταξοϋφές μακρόν προσόψιον.

Ομοιάζομεν κατά τούτο προς την έκθετον νύμφην, εφ' ης μάτην εκένου την εσπέραν εκείνην η φύσις πλήρεις τους θυλάκους των δώρων της, δι' ην μάτην εσκόρπιζεν αρώματα η αύρα, και μάτην έψαλλεν η αηδών και μάτην επέτελλον του ουρανού οι αδάμαντες.

Αλλ' όμως η συνδιάλεξις αύτη μοι εφάνη αλλόκοτος και εκέντησε την περιέργειάν μου. Καθημένη επί τινος ξυλίνου σκίμποδος, με τας χείρας κατεσκεύαζον το ξαντόν, με τα ώτα δε ηκροώμην, και με τους οφθαλμούς έβλεπον εις την θύραν, δι' ης έμελλε να εισέλθη ο κατάσκοπος. Τέλος εισήλθεν ούτος.

Δεν είχεν ιδεί τον Μούρον, αλλ' ήτο βεβαία ότι αυτός θα ετράπη κατά την διεύθυνσιν την αντίθετον ης αυτή έλεγε, κατά τα Κοτρώνια, άνωθεν της οικίας, προς ανατολάς, εκεί όπου ήτον μαθημένος απ' τα μικρά του χρόνια να κυνηγά της κουκουβάγιες. Οι δύο άνδρες απήλθαν δρομαίοι. Ο είς φεύγων έρριψε τελευταίαν φιλύποπτον βλέμμα οπίσω διά της ημιανοικτής θύρας. Η Χαδούλα έκλεισε την θύραν.

Ο δε λόγος δι' ον δεν ηθέλησε να είπη ευθύς προς την νεανίδα, όσα εκείνη επεθύμει να μάθη, αλλ' ανέβαλλε τούτο όσον το δυνατόν, προήρχετο εκ της συγκινήσεως υφ' ης κατείχετο ο πλατωνικός, και εκ των οξέων παλμών του υστερογενούς τούτου αισθήματος ίσως. Αύτη μοι φαίνεται η πιθανωτάτη γνώμη. Ο τελευταίος φθόγγος.

Ίσως τινές των αναγνωστών απορήσωσι διά την παρρησίαν μεθ' ης στενός και νεώτερος συγγενής δεικνύει εκάστοτε και τα φιλολογικά ολισθήματα του Ε. Ροΐδου.

Ο Επαμεινώνδας Δεληγεώργης απέθανε! Ο νέος έτι και ακμαίος πολιτικός ανήρ ο γλυκύς και απτόητος ρήτωρ ο ακάματος και χρηστός κυβερνήτης, ανηρπάγη εντός τεσσάρων ημερών υπό νόσου οξείας, ήτις και άλλοτε προ δώδεκα ετών τον είχεν επιβουλευθή, καθ' ης όμως δεν κατώρθωσε να παλαίση εκ δευτέρου το εξηντλημένον σώμα του ατυχούς τέκνου του Μεσολογγίου.

Και η Ξενιώ, αφ' ης στιγμής με την λάγηνον, ως θεότυφλη, έπεσεν επάνω εις την αγκαλιάν του καπετάν-Μοναχάκη, τον είχεν αγαπήσει. Αυτός ήτανε, είπεν.

Ο Φλώρος κατορθώσας να σχίση το πλήθος υπεστήριζεν εις τας αγκάλας του την δύστηνον Ιωάνναν, ης η ωχρότης αύξανε ανά πάσαν στιγμήν, μέχρις ου υψώσασα προς ουρανόν το θνήσκον βλέμμα της, ίνα ίσως ενθυμίση εις τον εκεί κατοικούντα ότι μέχρι τελευταίας σταγόνος εξεκένωσε το ποτήριον, απέδωκε το πνεύμα ψυθιρίζουσα το του Ησαΐου. «Τ α ς σ ι α γ ό ν α ς μ ο υ έ δ ω κ α ε ι ς ρ α π ί σ μ α τ α, τ ο π ρ ό σ ω π ο ν μ ο υ ο υ κ α π έ σ τ ρ ε ψ α α π ό α ι σ χ ύ ν η ς κ α ι ε μ π τ υ σ μ ά τ ω ν».