United States or Ethiopia ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΚΡΑΤΩΝ. Τι θέλεις να φρονώ, Λυκίνε, περί ενός ανθρώπου με ανδρικόν φρόνημα, ο οποίος μάλιστα καταγίνεται εις την παιδείαν και την φιλοσοφίαν και ο οποίος αφήνων αυτάς τας σοβαράς ασχολίας και την μελέτην των παλαιών συγγραφέων, κάθηται και ακούει αυλούς και βλέπει θηλυπρεπή άνθρωπον, ο οποίος φορεί ενδύματα μαλακά και τραγουδεί άσεμνα άσματα και μιμείται γύναια ερωτικά, όπως αι περιώνυμοι διά την ασέλγειαν αυτών Φαίδραι και Παρθενώπαι και Ροδόπαι, και όλα αυτά συνοδευόμενα με χειροκροτήματα και τερετίσματα και ποδοκροτήματα, πράγματα γελοιωδέστατα αληθώς και ελάχιστα πρέποντα εις άνδρα ελεύθερον και όμοιον με σε; Διά τούτο, όταν έμαθα ότι διέρχεσαι τον καιρόν σου εις τοιαύτα θεάματα, όχι μόνον εντράπηκα διά λογαριασμόν σου, αλλά και ελυπήθην, διότι αφήσας τον Πλάτωνα, τον Χρύσιππον και τον Αριστοτέλη, διασκεδάζεις, όπως εκείνοι οίτινες ξύουν τα ώτα των με πτερόν, ενώ υπάρχουν τόσα άλλα ακούσματα και θεάματα σπουδαία.

Ήλθα ενωρίς, είπεν αναλαβούσα εν τω μεταξύ η Σιξτίνα, και επειδή την ελυπήθην, έμεινα να της κάμω συντροφιάν. Δεν είξευρα όμως αν είχε περάσει τόσον η ώρα. — Άλλοτε να προσέχης εις τας ώρας, αδελφή Σιξτίνα, είπε ξηρώς η ηγουμένη. Αι ώραι του βίου περνούν τόσον γρήγορα, όσον και αι ώραι του ημερονυκτίου, και μία μοναχή, ήτις δεν τας μετρεί, θα ειπή δει είνε αμελής εις τα χρέη της.

Ουδεμίαν άλλην απάντησιν μοι έδωκεν. Ελυπήθην διότι μετά πολυετή άσκησιν δεν είχον μάθει ακόμη εντελώς την τέχνην της σιωπής, και εξηλεγχόμην όλως αδόκιμος, ως παιδίον. Εν τούτοις, όπως εξαγοράσω το αμάρτημα τούτο, ήρχισα να σε νοσηλεύω μετά ζήλου, κόρη μου. Όσα μέσα είχον, τα έθεσα εις ενέργειαν και μετήλθον πάσαν επιμέλειαν.

Μετά τρεις μήνας, μόλις είχες αναρρώσει και σ' εχώρισαν απ' εμού. Η διαταγή του αρχηγού ήτο ανέκκλητος και ουδέν ετόλμουν να είπω. Αλλ' αδύνατον να εκφράσω πόσον ελυπήθην διά το σκληρόν τούτο μέτρον. Δεν ηδυνάμην να μάθω πού σε μετέφεραν. Γνωρίζεις μέχρι πόσου υπόκειται ο άνθρωπος εις την συνήθειαν.

Λέγοντας η βασίλισσα αυτά τα λόγια επέρασεν έμπροσθέν μου, όπου ήμουν κρυμμένος εις τον ίσκιον των πυκνών δένδρων· και ενώ ο αγαπητικός της ήτο προς το μέρος μου, του έδωσα μίαν σπαθιάν εις τον λαιμόν με όλον μου τον θυμόν, και τον επλήγωσα θανατηφόρα· αλλ' αυτήν την ελυπήθην, διότι ήτον εξαδέλφη μου· και όταν έπεσεν ο μοιχός κατακέφαλα ενόμισα ότι τον εφόνευσα ολοτελώς· και ευθύς χωρίς να με γνωρίση η βασίλισσα έφυγα με μεγάλην ορμήν.

Σπανίως την είδα έκτοτε, και δεν ηξεύρω τι γίνεται τώρα, οπότε είναι απλή θυγάτηρ της Εύας, όπως όλαι. Αλλ' εγώ επλήρωσα τα λύτρα διά την ζωήν της. Η ταλαίπωρος μικρή μου κατσίκα, την οποίαν είχα λησμονήσει προς χάριν της, πράγματι «εσχοινιάσθη»· περιεπλάκη κακά εις το σχοινίον, με το οποίον την είχα δεμένην, και επνίγη! . . . Μετρίως ελυπήθην, και την έκαμα θυσίαν προς χάριν της.

Ελυπήθην μεν επί τινας στιγμάς την ευώδη ατμοσφαίραν του περικαλλούς κομμωτηρίου, όπερ κατέλιπον, αλλά ταχέως με απεζημίωσαν τρία αλλεπάλληλα φιλήματα, άτινα μετά πυρετώδους παραφοράς απέθηκεν επί των παρειών μου η χαρίεσσα κορασίς.