United States or Iceland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυλαίαι βαρύτιμοι εκρέμαντο από των θυρών και των θυρίδων, τάπητες σαρδικοί εκάλυπτον τα περιθέοντα τον κοιτώνα ανάκλιντρα, και τρίποδες εκ πορφυρίτου ανείχον δίσκους αργυρούς, εφ' ων έκαιον ευώδη θυμιάματα. Η κλίνη της, με περσικάς υποστρώσεις και ελεφαντοτεύκτους πόδας, ήτο Αριστοτέχνημα πολυτελείας και φιλοκαλίας.

Πώς μετήλλαξεν αίφνης την προτέραν της θέσιν; Πώς ωδοιπόρησε καθ' ύπνους; πώς αλλού κοιμηθείσα, αλλού εξύπνησε; ποίαν τριχίνην γέφυραν διέδραμεν εναέριος από βραχώδους πέτρας εις ευώδη κοιτώνα; Μάτην κατεπόνει τον νουν της, όπως απαντήση εις τα ερωτήματα ταύτα της ψυχής της η Ψυχή.

Τω όντι δε είνε ωραίον θέαμα το να βλέπη ούτως ο αγαπών την αγαπωμένην υπνώττουσαν ύπνον αρνίου, ύπνον γαλήνης και αθωότητος, υπό το ωχρόν της λυχνίας φως, είνε γλυκύ το να απαριθμή τας εισπνοάς και εκπνοάς αυτής, είνε επίφθονον το να θεωρή τας κυμάνσεις του στήθους της, είνε μεθυστικόν το να εκμυζά την ευώδη πνοήν της και να θαυμάζη τους μαργαρίτας της δρόσου περί τους κροτάφους αυτής και τους ξανθούς βοστρύχους της κόμης περιστέφοντας το μέτωπόν της.

Και τι δεν έφερον τότε εις την οικίαν, εις τον αγαπητόν πατέρα των, όστις βαθύ παράπονον το είχε, διότι δεν ηδύνατο να περιπατήση μέχρι της αμπέλου τουλάχιστον. Και τι δεν έφερον! Λάχανα δροσερά, ευώδη και πολυώνυμα, λάπαθα, καυκαλίθρες, παπαρούνες και λεβοδιές. Αλλά και αμανίτας απαλάς και ευωδιάζοντα βουνόν κούμαρα.

Εισήλθομεν, επροσκυνήσαμεν τας εικόνας, κι' ο Νικολός ήναψεν ευλαβώς τα κανδήλια. Μέσα εις το ζεμπίλι του, χωρίς να το σκεφθώ εγώ, είχε βάλει και έν μολύβδινον παγούρι με έλαιον. Εξήλθομεν κ' εκυττάξαμεν γύρω-γύρω τον τόπον. Όλοι οι λόφοι, αι κλιτύες και τα πλάγια, ελαιοφυτευμένα, γλαυκά, δροσερά, ευώδη.

Εφύτευσε διάφορα δένδρα και ευώδη φυτά, βασιλικούς, καρυόφυλλα, ηδυόσμους, τα απότιζε δις της ημέρας, κατεσκεύασεν αιμασιάν εκ λίθων με τας χείρας της, και μετ' ολίγον χρόνον πάντες οι γύφτοι ηναγκάσθησαν να σέβωνται το έργον τούτο των χειρών της.

Ενθυμούμαι μόνον τας πορτοκαλέας ανθισμένας, και ευώδη τον αέρα, και τα κελαδήματα των πτηνών, και το τρίξιμον του μαγγανοπηγάδου, και τον γέροντα κηπουρόν καθαρίζοντα των δένδρων τας ρίζας, και την θέαν του Κάμπου και της θαλάσσης από του εξώστου του πύργου μας. Ταύτα μόνον ενθυμούμαι.

Αφ' ου δε επεράσαμεν την ευώδη ατμόσφαιραν, ευθύς προσέβαλε την όσφρησίν μας οσμή πνιγηρά ασφάλτου και θείου και πίσσης συγχρόνως καιομένων, εκτός δε τούτου κνίσσα δυσάρεστος και ανυπόφορος ως από σάρκας ανθρώπων ψηνομένας• και ο αήρ ήτο σκοτεινός και ομιχλώδης και έσταζεν έλαιον πίσσης• ηκούομεν δε και κτυπήματα μαστίγων και οιμωγάς ανθρώπων πολλών.

Πλην σύμβουλος του πόνου του εκείνος είναι μόνος· Δεν λέγω σύμβουλος καλός, — πλην τόσον πιστευμένος, τόσον κρυφός και μυστικός, τόσον βαθειά τον χώνει... 'σαν άνθος 'που το 'δάγκασε φαρμακερόν σκουλήκι, πριν τα ευώδη φύλλα του τ' απλώσητον αέρα, και δώση αφιέρωμα το κάλλος τουτον ήλιον. Αν ήτο τρόπος την πηγήν της λύπης του να 'ξεύρω, θα ήτο μόνη μου χαρά το ιατρικόν να εύρω .

Αλλά και αρωματίζονται κατά τον εξής τρόπον νέφη πυκνά απορροφούν αρώματα εκ των πηγών και του ποταμού και έπειτα έρχονται και σταματούν υπεράνω του συμποσίου και ελαφρώς συνθλιβόμενα υπό των ανέμων ρίπτουν λεπτήν, ως δρόσον, ευώδη βροχήν. Κατά την διάρκειαν του δείπνου τέρπουν την ακοήν των μουσική και άσματα.