United States or Georgia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ξεμύτισαν απάνω στη ράχη· να, και κοντοζύγοναν φαίνουνταν από τη μέση κι απάνω καμμιά οχτακοσαριά σκυλιά στην αράδα. Πυρ ταχύ!, φωνάζω. Κάθε μολύβι και στο κρέας· δεν είχε. Τα σκυλιά ίσια απάνω μας φωνάζοντας. Τι λένε μωρέ; κάνω στον Καρατζίκο τον Λία απ' τη Φθιώτιδα, πούξερε τούρκικα, τι λένε μωρέ; Τάχε χάσει το παιδί Τι λένε μωρέ και χαθήκαμε; Τίποτα!

Ποιος μπάρμπα-Γιώργης; — Ο Γιώργης τ' Παναϊώτ'. Ως κεραυνός έπεσε το όνομα τούτο εις την ακοήν του Γιάννη του Κούτρη. — Ο Γιώργης τ' Παναϊώτ'! επανέλαβε μηχανικώς, κ' εξηκολούθησεν, ερωτών την θυγατέρα του, ως εάν είξευρεν αύτη. — Τι δεν κάμανε Ανάστασ' στουν Άι-Χαράλαμπον;

Διά τα πρόβατα είχον τους βοσκούς των· διά την επίβλεψιν όμως και την καλλιέργειαν των κτημάτων δεν ήρκει μόνος ο γέρος· θα πης ότι δεν ήτο γέρος ακόμη, αλλά δεν ήτο και νέος και τα γεράματα επλησίαζαν. Έπειτα ο Μανώλης έπρεπε να φροντίση και για δικό του σπίτι. Ήτο άνδρας πια. Και τι άνδρας!

Μετ' ολίγον ο Κλεόδημος έσκυψε προς τον Ίωνα και του είπε• Βλέπεις τον γέρονταενόει τον Ζηνόθεμιν, διότι ήκουα τα λεγόμεναμε τι λαιμαργίαν τρώγει κι' εκαταλέρωσε το φόρεμά του με ζουμιά. Δεν αρκείται δε μόνον να τρώγη, αλλά δίδει και εις τον υπηρέτην του που στέκει πίσω και νομίζει ότι δεν τον βλέπουν• λησμονεί ότι είνε και άλλοι δίπλα του. Δείξε τον και εις τον Λυκίνον διά να είνε μάρτυς.

Εταίρος Αυτό φρονώ κ' εγώ. Σωκράτης Βλέπεις λοιπόν ότι διαρκώς η ομιλία ευρίσκεται εις τον ίδιον κύκλον και πάντοτε επανέρχεται εις το σημείον από το οποίον ανεχώρησε; Το μεν κέρδος και πάλιν απεδείχθη ότι είναι καλόν, η δε ζημία κακόν. Εταίρος Τι να σου πω! Ούτε ξέρω ούτε έχω πλέον τι να σου πω.

Άκου νακούσης τώρα, είπε πάλι ο Γιάννης ο Μελαχροινός. Όπου νάνε θαρχίση η παράσταση. Δεν απολείπει καθεμέρα. — Αμ! τι νακούσω, Καπετάν Γιάννη μου! τούκαμε ο Μιχαληός ο Μακαράς, παίρνοντας την ανάσσα του σαν να χασμουργιότανε και σαν ναναστέναζε μαζί.

Ιδού τι συνέβαινεν. Ο Λάμπρος την ημέραν εκείνην είχε βάλει εις πράξιν την μέθοδον «των κρυφών εκλογέων». Διηγείτο εκάστοτε εις τον κυρ-Μανουήλον τον Στεριωμένον ότι είχε δύο εκλογείς, δύο σίγουρους ψήφους, κρυφούς, οι οποίοι, ως νοικοκυραίοι άνθρωποι, βλέπεις, πτωχοί και υπερήφανοι, εσυστέλλοντο να παρουσιασθώσι φανερά εις το «πρακτορείον» διά να πάρουν λεπτά.

ΔΙΟΓ. Αλλά, καλέ Μαύσωλε, ούτε την δύναμιν εκείνην πλέον έχεις, ούτε την μορφήν και αν καλέσωμεν ένα κριτήν ωραιότητος, δεν βλέπω διατί θα προτιμηθή το δικό σου το κρανίον από το δικό μου• διότι και τα δύο είνε φαλακρά και άσαρκα, και των δύο φαίνονται τα δόντια ομοίως, και οι δύο έχομεν χάσει τα μάτια και η μύτες μας έχουν γείνει σιμές• ο δε τάφος και τα πολυτελή εκείνα μάρμαρα ίσως μεν χρησιμεύσουν εις τους Αλικαρνασσείς διά να τα επιδεικνύουν εις τους ξένους και να υπερηφανεύωνται, ότι έχουν ένα τόσο μέγα οικοδόμημα• αλλά συ, φίλε μου, δεν βλέπω τι απολαύεις εξ αυτού, εκτός αν θέλης να 'πης ότι αχθοφορείς περισσότερον από ημάς τους άλλους, διότι ευρίσκεσαι υπό το βάρος τόσων μεγάλων λίθων.

Ευθύς έμεινα παραιτημένος από τους φίλους μου, και από όλους τους δουλευτάδες μου. Τι θλιβερά μεταλλαγή της τύχης! η δύναμίς μου ευρέθη ταπεινωμένη.

ΚΑΛΙΜΠ. Καθώς σου έλεγα, δουλεύω ένα τύραννο· ένα μάγο, που με τη σοφία του μου έκλεψε τούτο το νησί. ΑΡΙΕΛ. Ψέμματα. ΚΑΛΙΜΠ. Εσύ τα λες, μαϊμού αναγελάστρα· εσύ. Να σ' εχαλούσε ο γενναίος μου Κύριος! εγώ δεν λέω ψέμματα. ΣΤΕΦΑΝ. Τρίνκουλε, ανίσως τον πειράξης πάλι στην ομιλία του, μα τούτο το χέρι, σου πετάω κανένα δόντι. ΤΡΙΝΚ. Και τι; εγώ δεν εμίλησα. ΣΤΕΦΑΝ. Σώπαινε, λοιπόν, και φθάνει. Λέγε.