United States or Senegal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα γύναια όμως και οι όμοιοι με αυτά άνδρες ευχαριστούνται με εκείνους, οι οποίοι στενάζουν μαζί των, και τους αγαπούν ως φίλους και πονετικούς. Βεβαίως όμως πρέπει εις όλα να μιμούμεθα τον καλλίτερον. Η δε παρουσία των φίλων εις τας ευτυχίας και την συναναστροφήν την καθιστά ευχάριστον, και γεννά την συναίσθηση ότι ευχαριστούνται διά τα αγαθά μας.

Αν δε μ' αυτόν φιλοσοφώ, αλλ' όμως τον φοβούμαι, κι' αν τύχ' εις ύδατα πηγής να εγκατοπτρισθώ δεν ξέρω πως τον Νάρκισσον αμέσως ενθυμούμαι και τρέμω την ιδίαν μου μορφήν μην ερασθώ. Εμπρός! εμπρός... λυγίζεστε, κιχλίζετε, γελάτε, ω γύναια παμπόνηρα, σκιρτώντα, δε και πηδηκτά πλησίον μου ελάτε ωσάν σκιαί και όνειρα.

Αλλ' όχι, φύγετε μακράν... ποθώ να ησυχάσω από κτηνώδη πάθη... μακράν μου πριν εκνευρισθώ και πριν της ώρας χάσω ταυγά με το καλάθι. Σεις ειμπορείτε, γύναια, ν' αρπάσετε το δόρυ κι' από τον Τελαμώνιον, και να γενούν τα σκέλη του ωσάν κονδυλοφόροι προς αίσχος σας αιώνιον.

Και τα γύναια τον εφοβούντο και έσειον τας λυτάς των κόμας και εφώναζον ευοί• οι δε κατάσκοποι ενόμιζον ότι τούτο ήτο το όνομά του. Αι γυναίκες είχον ήδη διαρπάσει τα ποίμνια και εσπάρασσον ζωντανά τα ζώα, διότι τρώγουν φαίνεται ωμά τα κρέατα.

Ουδεμίαν έχων περί του πράγματος ιδέαν και κρίνων εκ της αναλογίας προς την γαλλικήν, οτέ μεν υπέθετον ότι το κτίριον εκείνο ήτο δεσμωτήριον ανθρώπων, ων η ζωή, ήτοι η διαγωγή, ήτο αμφίβολος και επικίνδυνος τη κοινωνία, οτέ δε ότι περιέκλειε γύναια αμφιβόλου σωφροσύνης.

Ταύτα δε ακούοντες οι Ινδοί και ο βασιλεύς των, εγέλων, ως ήτο επόμενον, και εθεώρουν περιττόν ν' αντεπεξέλθουν ή να παραταχθούν, απεφάσισαν δε ν' αποστείλουν κατ' αυτών τας γυναίκας, άμα θα έφθανον πλησίον, διότι εθεώρουν ως εντροπήν και να φονεύσουν γύναια πάσχοντα τας φρένας και αρχηγόν θηλυπρεπή και μεθυσμένον μικρόσωμον γέροντα και τον άλλον εκείνον ο οποίος ουδ' αυτός ήτο σωστός στρατιώτης, και γυμνούς χορευτάς, όλους γελοίους.

Αλλά το πρώτιστον εισόδημα της θειά-Αχτίτσας προήρχετο εκ του σταχομαζώματος. Τον Ιούνιον, κατ' έτος, επεβιβάζετο εις πλοίον, έπλεεν υπερπόντιος και διεπεραιούτο εις Εύβοιαν. Περιεφρόνησε το ονειδιστικόν επίθετον της «καραβωμένης», όπερ εσφενδόνιζον άλλα γύναια κατ' αυτής, διότι όνειδος εθεωρείτο το να πλέη γυνή εις τα πελάγη.

Πού λοιπόν υπάρχει το τερπνόν εις αυτά, εκτός αν είνε κανείς εντελώς ανόητος, ώστε να ευχαριστήται με τοιούτους επαίνους, των οποίων το ψεύδος είνε προφανές; Οι τοιούτοι ομοιάζουν με τους ασχήμους ανθρώπους, μάλιστα δε τα άσχημα γύναια, τα οποία παραγγέλλουν εις τους ζωγράφους να τα εξωραΐζουν εις την εικόνα των• διότι νομίζουν, ότι πραγματικώς θα εξωραϊσθούν, αν ο ζωγράφος βάψη τας παρειάς των με περισσότερον κόκκινον και μεταχειρισθή περισσότερον λευκόν χρώμα.

Αφού δ' επρόσεξα, ήρχισα να διακρίνω όλην την κίνησιν των ανθρώπων και τον τρόπον κατά τον οποίον ζουν, όχι μόνον κατά έθνη και πόλεις, αλλά διέκρινα καθαρά και τους ταξειδεύοντας, τους πολεμούντας, τους γεωργούντας, τους δικαζομένους, τα γύναια, τα θηρία και εν γένει πάντα όσα τρέφει η ζωοδότειρα γη.