United States or South Africa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του• «Αντίνοε, δεν γίνεται απ' το σπίτι μου εγώ να διώξω εκείνην, 130 'που εγέννησέ με κ' έθρεψε• λείπει ο πατέρας, είτε ζη κείνος είτ' απέθανε• και αν διώξω την μητέρα, μεγάλην τότε πληρωμήν ο Ικάριος θα μου πάρη• κακά θα πάθω και απ' αυτόν, και άλλα ο θεός θα δώση, των εριννύων την οργή, 'που θα μου κράξ' η μάννα, 135 βγαίνοντας απ' το σπίτι μου• και ομού του κόσμου θα 'χω τ' όνειδος• ώστε δεν θα 'πω ποτέ μου τέτοιον λόγο. και αν η ψυχή σας μόνη της το κρίμα της γνωρίζει, τα μέγαρά μου αφήσετε, δείπνους αλλού ζητάτε, απ' το δικό σας τρώγετε, καθείςτο σπίτι τ' άλλου. 140 και αν πάλιν σεις ευρίσκετε καλό και δίκαιο τούτο, ανθρώπου ενός απλέρωτα να φθείρετ' η ουσία, θερίζετε• και βοηθούς εγώ τους αθανάτους θα κράξω, την εκδίκησιν ίσως μου δώση ο Δίας, και όμοια 'δω μέσ' απλέρωτα και σεις αφανισθήτε». 145

Η αγάπη σας όμως ας μη ήναι νεκρά, αλλά ζωηράν και ακμαίαν διατηρείτε αυτήν διά της καλής διαγωγής και των καλών σας έργων. Ο συμμαθητής σας Κωνσταντίνος δι' έργου απέδειξε σήμερον την προς τους πτωχούς γονείς του αγάπην του. Δι' έργων λοιπόν και σεις προσπαθήσατε ν' αναφανήτε υιοί καλοί και φιλόστοργοι, άξιοι των ευχών των γονέων σας και των ευλογιών του Υψίστου.

Διότι άπειρα είνε όσα θα διαψεύδουν αυτόν τον αρρενωπόν ιματισμόν• το βάδισμα, το βλέμμα, η φωνή, ο λιγυσμένος τράχηλος, το ψιμμύθιον, η μαστίχη και το κοκκινάδι, με τα οποία σεις στολίζεσθε, και εν γένει, κατά την παροιμίαν, ευκολώτερον δύνασαι να κρύψης πέντε ελέφαντας εις την μασχάλην σου παρά ένα φαυλόβιον του είδους σου.

Το μυστικό που σούπα Μας δένει τώρ' από καιρό... Σπαθί, φωτιά, τουφέκι, 'Σ τους ξένους οπού επάτησαν τα χώματά μας, Διάκε. Εμέ με φτάνει η Αρβανιτιά, και τάλλα, απ' άκρηάκρη Να τα κρατήσετε όλα σεις, χώμα, κλαρί και πέτρα. — Κι' αφού σ' εκάμανε πασά, με μιας τα ονείρατά σου, Βριόνη, τα λησμόνησες και δούλος του Μεχμέτη Σκοτώνεις τους συντρόφους σου...

Η ως ψίαθος ηπλωμένη Ψαθούρα, νομίζεις και ανακινείται, ανασηκόνεται ως νύμφη θαλασσόλουστος, ανατείνουσα τον πύργον του φανού της, ως διά να χαιρετίση ζητωκραυγάζουσα εις τιμήν του Άθωνος, όστις με ολόασπρον την κεφαλήν, φέρων τον βαθύ-κυανούν μανδύαν του, πατρικώς προσμειδιά, συγκρατών περί εαυτόν, ως εγγονάκια του, τα ώμορφα Ρημονήσια, τα οποία πρωί-πρωί θέλει να τα χορεύση επί των πρεσβυτικών γονάτων του, άδων, ο πολιός πάππος, το παλαιόν τραγούδι του, γλυκύ και δροσερόν ως ψίθυρον καστανέας: βρε σεις, βρε, βρε σεις, βρε, χάρισμά σας τον τζιβρέ....

Αλλ' επειδή εφθάσαμεν, σεις μεν πηγαίνετε εις το δικαστήριον, ακολουθούντες αυτόν τον ίσιον δρόμον, εγώ δε και ο Χάρων θα επιστρέψωμεν να φέρωμεν άλλους. ΜΕΝ. Καλό ταξείδι, ω Ερμή• ας προχωρήσωμεν δε και ημείς.

Τι είν' αυτό, που 'κάμετε, σεις,... όχι θυγατέρες, τίγρεις! — Τι κατωρθώσετε κ' αι δύο; — Τον πατέρα, τον γέροντα τον σεβαστόν, που τ' άσπρα του τα γένεια κι' αρκούδαις θα τα έγλειφαν, — ω φρίκη, ω αισχρότης! — εσείς τον ετρελλάνετε! — Αλλά ο αδελφός μου πώς το υπέφερεν αυτό εκείνος, άνδρας, άρχων... και ύστερ' από τόσας του ευεργεσίας; — Όχι, εάν αγγέλους οι θεοί δεν στείλουν να παιδεύσουν τόσον φρικτά εγκλήματα, θα καταντήσουν πλέον οι άνθρωποι να τρώγωνταιτο αναμεταξύ των, 'σάν του πελάγους τέρατα!

Αν είναι θέλημά σας, αν είσθε σεις που την καρδιάν αυτών των θυγατέρων την στρέφετ' εναντίον μου, μη θέλετε και τόσον να με απομαράνετε, ώστε να υποφέρω ανάνδρως. — Όχι! Μ' ευγενή θυμόν γεμίσετέ με! Μη θέλετε με δάκρυα, των γυναικών τα όπλα, τα μάγουλά μου τ' ανδρικά να κηλιδώσω τώρα! Όχι, ω στρίγλαις!

Είστε σεις; είπεν ο διοικητής. — Αυτό δεν είναι δυνατό! είπε ο Αγαθούλης. Πέφτουνε κ' οι δυο ανάσκελα· μετά αγκαλιάζονται, χύνουνε ποταμούς δάκρυα. — Πώς! είστε σεις λοιπόν, αιδεσιμώτατε πάτερ, ο αδερφός της ωραίας Κυνεγόνδης! Σεις, που σας σκοτώσανε οι Βούλγαροι! Σεις ο γυιός του κυρίου βαρώνου! Σεις Ιησουίτης στην Παραγουάη! Πρέπει να ομολογήσουμε πως αυτός ο κόσμος είναι παράξενο πράγμα!

Πώς δεν με εννοείτε; Δεν προτιμάτε και σεις τα μακαρόνια της γης από τα ωσαννά και τα αλληλούια του ουρανού, ή μήπως δεν προτιμάτε από τους αΰλους αγγέλους τας ζωντανάς γυναίκας, όταν μάλιστα ομοιάζουν με την ιδικήν μου και στεγνώνουν τας κνήμας των εις την φωτιάν; Αν μου ειπήτε όχι, δεν θα σας πιστεύσω διότι την τρώγετε με τα μάτια απ' επάνω έως κάτω· και κάμνετε πολύ καλά, επρόσθεσε μειδιών, διότι αξίζει τον κόπον, κ' εγώ δεν ζηλεύω.