United States or Guernsey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ω αν είστε σεις, γελάτε μου, γελάτε μου· ο αυλός μου, τη δροσερή σας τη χαρά μες στην αυγή λαλεί· κι ανίσως έκοψες γι' αυτόν τ' αγριόροδα εδώ μπρος μου σκύψε κοντά και στόλισ' τον γύρω μ' αυτά, καλή. Ορθό στέκεσαι αντίκρυ μου, ολόμορφο βουνό, βουνό με τ' άσπρα μάρμαρα και τα σγουρά τα πεύκα, γλαρό, ιλαρό προς το γλαυκόν υψώνεσαι ουρανό και λιγερόκορμο καθώς των λαγκαδιών σου η λεύκα.

Το νερό πετάχτηκε δυνατά, και τα ρούχα της Ιζόλδης έγιναν μουσκίδι: απάνω από τα γόνατα ανέβηκε η κρυάδα. Άφησε εκείνη μικρή φωνή, και σπηρούνισε το άλογό της γελώντας τόσο δυνατά και καθαρά ώστε ο Καερδέν τρέχοντας πίσω της, την ερώτησε: «Ωραία αδερφή, γιατί γελάτε; — Για μια ιδέα που μου ήρθε, ωραίε αδερφέ.

Στο προσκάλεσμα της γριάς οι τρεις γίδες αποκρίθηκαν μ' ένα μακρύ «μεκεκεεέ, » η καθεμιά γυρεύοντας το παιδί της. Η Μαριανθούλα με την υπηρέτρα άρχισαν να ξεκαρδίζωνται στα γέλοια, κι' η Γριά τους είπε με παράπονο: — Γελάτε με! Γελάτε με! παλιότσουπρες! Εγώ δε θα ξαναγυρίσω αυτού που είστε σεις, αλλά σειςζωή νάχετεθαρθήτε εδώ που είμαι εγώ!...

Επειδή δε εγέλασαν διά τούτο όλοι, Γελάτε, γαϊδούρια, είπε, διότι προέπια υπέρ της νύμφης εν ονόματι του θεού μας του Ηρακλέους; Και όμως πρέπει να ξέρετε ότι αν δεν λάβη από το χέρι μου το ποτήρι , δεν θα γέννηση ποτέ υιόν όμοιον μ' εμένα, δηλαδή με δύναμιν ακαταγώνιστον, με χαρακτήρα ελεύθερον και σώμα τόσο ρωμαλέον.

Χθες εγώ δεν κατώρθωσα να έλθω· έρχομαι λοιπόν τόρα φέρων εις την κεφαλήν τας ταινίας, διά να τας πάρω από την ιδικήν μου κεφαλήν και να περιβάλω δι' αυτών την κεφαλήν του σοφωτάτου και ωραιοτάτου των ανδρών, διότι έτσι εστοχάσθηκα ότι είνε πρέπον, θα γελάσετε ίσως μαζή μου, επειδή είμαι μεθυσμένος; Μου είνε αδιάφορον διότι, και αν σεις γελάτε, εγώ όμως ηξεύρω καλά ότι λέγω αληθή.

Για φάτε φίλοι, και μην τραβιέστε, Πώς θα χωνέψτε, μην συλλογέστε. Αλέθει ο μήλος; ρίξτου να αλέση Κριθάρι, στάρι, ό,τι μπορέση. Μον άντα τρώτε, να φυλαχτήτε, Να μη γελάτε, να μη πνιγήτε·, Κι' αγαλιγάλι, μη λαιμαργάτε, Εσείς που είστε θελά ταις φάτε. Μη έτζι αφύσικα, και όλοι αντάμα, Σαν τ' άγρια όρνια στο ψόφιο πράμμα. Με τάξι πάρτε, με την αράδα, Για να πεικάστε και νοστιμάδα.

Το δικό σου θα το βρης στη μάντρα. Τώχω αφητό απού την άλλη βολά που πήα στον Αμαλό, εδά και δέκα μέρες. Εσείς με γελάτε, είπα με δυσπιστία, κυτάζοντας πότε το Βασίλη, πότε τη μάνα μου. — Γιάειντα να σε γελάσουμε; είπε ο Βασίλης. Για να πας στον Αμαλό; Σα δε θες, μη 'ρθής. Μα σα θες να βαστάς τουφέκι, να το δικό μου. — Εγώ να το βαστώ;

Έλα να σου πούμε για το καράβι. Πάειτη χώρα. — Ποιο καράβι; εξήλθεν αποτόμως από του ναού και φωνάζουσα ανησύχως η γραία. — Τι; Δεν το είδες; — Ποιο καράβι; Μη με γελάτε τέτοια μέρα! — Έτσι να ιδούμε καλό, είπεν έπειτα ο Κουτσογεώγης. Κάτσε να φάμε τώρα. — Ποιο καράβι; Επανελάμβανε πάλιν η γραία. — Νά, πέρασε νωρίς ένα καράβι. Εθάρρει πως είνε αυτό το χωριό.

Ακόμα δεν ήρθα κοντά σας, Νεράιδές μου, και σας ακούγω και συντυχαίνετε, και γελάτε, και τα σκορπάτε στον αέρα τραγουδιστά τα γέλοια σας και τα λόγια σας βαλμένα σε σκοπό που οι πολιτισμένοι της χώρας τονε λένε χωριάτικη προφορά! Κάθε τόνος του τραγουδιού σας από τα φυλλοκάρδια σας βγαίνει.

Ο Δημητράκης εμάντεψε τη στενοχώρια των αλλουνών κ' έκαμε την αρχή. Αμέσως εκείνοι άφηκαν ελεύθερη την όρεξη τους. Το σαράβαλο χτίριο βούιξε σαν ταβέρνα. Ο Αρχαιολόγος ξαφνίστηκε και τους κύτταξε με θολά μάτια, σα να τους ρωτούσε την αιτία. Έπειτα όμως συνήρθε, κούνησε το κεφάλι.... — Γελάτε; γελάτε; είπε στα σοβαρά εκεί να σας είχα για να ιδώ αν θα γελούσατε...