United States or Montenegro ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πιες ένα δαχτυλάκι, να μη ζωντανέψη ο αστακός μέσα σου. Ο παπάς είχε μαγειρέψη μοναχός του ένα πιλάφι με αστακοουρές, σα Μεγάλη Σαρακοστή που ήτανε. Το πιλάφι του παπά ήτανε ονομαστό σ' όλο το νησί, κανένας δεν τώφκιανε και «ο φαγών μεμαρτύρηκε». — Τράβα μία, το καλό που σου θέλω, ξαναείπε, και της έβαλε στο ποτήρι της.

Ούτος ητοιμάζετο ν' ανέλθη εις το κατάστρωμα, όταν ο Καραγιάννης τον εκράτησε· εις το πρόγευμα είχε πιη ένα ποτήρι περισσότερον και ήτο εύθυμος. Έχω να σου μιλήσω, Αντωνέλλο, του είπε. Ο Αντωνέλλος επανεκάθησε. Κάτι προεμάντευε, κάτι προησθάνετο και η καρδία του έπαλλε. — Βρε αδελφέ, Αντωνέλλο, εγώ βρίσκω πως είνε καιρός πλιο να ιδούμε και μεις τι θα κάμωμε. Ο Αντωνέλλος δεν απήντησε.

Ωστόσο του νεκρού η φωτιά να λαμπαδιάσει αργούσε· 192 τότε άλλο σκέφτηκε ο γοργός γιος του Πηλιά να κάνει. Στα ξύλα στέκοντας μπροστά, στους διο περικαλιέται ανέμουςΖέφυρο, Βοριάκι' ώρια σφαχτά τους τάζει· 195 κι' όλο μ' από χρυσό σταλιές τους ξόρκιζε ποτήρι ναρθούν, που η φλόγα τους νεκρούς να πιάσει χέρι χέρι και να φουντώσουν σύντομα τα στοιβασμένα ξύλα.

Υποφέρει πολύ, η δυστυχισμένη, πάει να πλαγιάση... Ο Θανάσης ο Μελαχροινός αποκρίθηκε στον ίδιο τόνο: — Λυπάμαι πολύ, περαστικά της να δώση ο Θεός. Χάσαμε την καλή της τη συντροφιά. Και στρώθηκε στο τραπέζι. Το ανηψίδι τούβαλε ένα ποτήρι μπροστά του. Ο Παπα-Παρθένης του το γέμισε, προσφέροντας του μια φέτα μήλο, με την άκρη του μαχαιριού.

Το φως εσύ αποφεύγεις Της ημέρας, φοβούμενος Μήπως των προδομένων Ανθρώπων σε ξανοίξουσιν Η μακραί σπάθαι. Κράζεις την νύκτα κ' έρχεται· Αλλά εις το σκότος μέσα Τυλιγμένος φαντάζεσαι Εχθρούς αρματωμένους, Και ως άφρων μένεις. Αν μαυροφορεμένης Χήρας, αν βρέφους θρήνον Ορφανικόν ακούσης, Τρέμεις, και το ποτήρι σου Πέφτει σχισμένον.

Και συ, καλέ γιδοβοσκέ, δόσε μου το ποτήρι, δόσε μου και τη γίδα σου να την αρμέξω τώρα, να στάξω από το γάλα της πρώτα σπονδές στις Μούσες. Μούσες, σας χιλιοχαιρετώ και για 'δική σας χάρι άλλη φορά γλυκύτερα θα ξανατραγουδήσω. ΓΙΔΟΒΟΣΚΟΣ Θύρσι, τώμορφο στόμα σου νάνε γεμάτο μέλι, σύκα γλυκά του Αιγάλεου τα χείλη σου να ευφραίνουν γιατί περνάς το τζίτζικα στο γλυκερό τραγούδι.

Πήρε ένα φυλλί τηγανίτα, μια χουλιαριά κουλάστρα, ένα μπούτι κόττα, άρπαξε ένα ποτήρι γεμάτο κρασί στο χέρι κι' είπε: — Να ζήσετε και να καλοδεχτήτε τον Τασιούλα...

Είχαν αδειάσει σιγαλά και το δεύτερο ποτήρι, κάποια καλωσύνη πλημμυρούσε τις ψυχές τους και είχαν διάθεσι νανοίξουν τις πόρτες του Παραδείσου και να βάλουν όλο τον κόσμο μέσα. — Ο Θεός είνε μεγάλος, είπαν κ' οι δύο μ' ένα στόμα. — Δεν πίνεις και κανένα κρασάσι, ευλογημένε, ξαναείπε δυνατά ο Παπα-Παρθένης. Στέγνωσε το λαρύγγι μας. Και «οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου», είπε ο Προφητάναξ.

ΞΕΝ. Έννοια σας τώρηαφήτεν κ' ύστερης πλερώνεται μια κοπανιά. ΧΙΟΣ. Τώρη πλια να ξεφαντώσουμε. Χοίος και οι λοιποί. Χιώτι μέτυσενα.... τζάκισε ποτήρινα. ΑΝΑΤ. Έι ύστερα; δικό σου καλπάκι πέταξες, δικό μου σαρίκι τι τέλεις που πετάς για, ντιπ τρελό είσαι ζάβαλι....

Το αίμα της ηρωικής τους της εποχής σ' εφτά δεκαριές χρόνια δεν μπορούσε να ξεθυμάνη. Τέτοιο αίμα εύκολα δεν αφανίζεται μέσα σ' ένα καφκί φράγκικο τσάι, μήτε σ' ένα ποτήρι δασκαλήσιο νερό. Το έθνος έχει ακόμα μεγάλη δουλειά να κάμη, κ' έχει τη δύναμη να την κάμη. Το νοιώθει μες στην καρδιά του πως του χρειάζεται γης και θάλασσα να ξαπλώση τη δύναμή του και τη ζωή του.