United States or Cabo Verde ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήταν όλοι συναγμένοι εκεί, επίσημα ντυμένοι, σοβαροί στα καθήκοντά τους. — Νεκρή είνε, και θαρρεί κανείς πως κοιμάται· είπε ο Χαγάνος σιγαλά στο διπλανό του. — Όπως η ζωή της ήταν ύμνος στη Δημιουργία, έτσι κι ο θάνατός της είνε ύμνος στο Χάρο· επρόσθεσε ο Περαχώρας. — Αν είν' ο Χάρος να στολίζη έτσι το θάνατο, βέβαια ο θάνατος είνε προτιμότερος από τη ζωή· εσυμπέρανε ο Βασίλης ο Ζάρακας.

Τα δύο παιδία «τα αδιαφόρετα», ο Γεώργης και ο Βασίλης, επνίγησαν βυθισθείσης της βρατσέρας των τον χειμώνα του έτους 186 . . . Η βρατσέρα εκείνη απωλέσθη αύτανδρος, — τι φρίκη! τι καϋμός! Τέτοια τρομάρα καμμιάς καλής χριστιανής να μην της μέλλη. Ο τρίτος ο γυιός της, ο σουρτούκης, το χαμένο κορμί, εξενιτεύθη και ευρίσκετο, έλεγαν, εις την Αμερικήν. Πέτρα έρριξε πίσω του.

Ο Βασίλης έλαβε τα πτυάρια και τας αξίνας του, και απομακρυνθείς προσωρινώς ήρχισε να κατοπτεύη πού θα εύρισκε μονοπάτι όχι πολύ πατημένον από την χιόνα, ώστε να δύνανται οι άνθρωποι να βαδίσωσιν.

Ακόμη προ αυτών έφθασαν, αν και τελευταίοι είχον αναχωρήσει, ο Θοδωρής ο Τσούνος, κι' ο Βασίλης ο Γλάρος, κι' ο Δημήτρης ο Ψόφος κι' όλοι οι ξυπόλητοι μοσχομάγκες του τόπου. Ήρχισαν δε πάραυτα να εργάζωνται προς ανέλκυσιν των ναυαγίων από τον πυθμένα.

Χαροπάλευε και ξωλαλούσε η δόλια η Μάννα, κι' όλα τα ξωλαλήματά της είταν για τον ξενιτεμένο της το Βασίλη. — Την ευχή μου νάχετ' όλοι σας, κι' ο Βασίλης μου την πλειότερη. Χώματα να πιάνη και μάλαμμα να γίνωνται. Από τη δεξιά τη μεριά είχε τη νύφη της τη Βασίλαινα και της κρατούσε το χέρι. — Μου φαίνεται έτσι πως πιάνω τη σάρκα του Βασίλ' μου. Έλεγε με πόνο η δόλια η Μάννα.

τη σκηνή αυτή έτυχε να είναι κι' ο άρχοντας Υδραίος Βασίλης Μπουντούρης κ' είπετον Καραϊσκάκη·Δεν έκαμες ως τώρα όσο έπρεπε το χρέος σουτην πατρίδα, Καραϊσκάκη· ο Θεός να σε φωτίση να το κάμης από 'δώ κι' ομπρός. — Δεν τ' αρνιώμαι, αποκρίθηκε ο Καραϊσκάκης. Όταν θέλω, γίνομαι άγγελος κι' όταν θέλω, γίνομαι διάβολος. Από τώρα έχω σκοπό να γίνω άγγελος.

Μα κείνο που σου δίνει καινούρια ζωή, που σε κάνει κι ανεσαίνεις πιο εύκολα, είναι που Τούρκος δεν έχει χωράφι τριγύρω... Έχει ρωμαίικη ψυχή μέσα του το μικρό το Μεσοβούνι. Ζούσανε μάλιστα τα χρόνια εκείνα και δυο τρεις Μεσοβουνιώτες που μύρισαν κι αυτοί μπαρούτι στα νιάτα τους! Ο γέρο Βασίλης είταν ένας. Ο μακαρίτης ο Αγγελάκος, στο πλάγι μας, άλλος ένας.

Τραγούδια τσοι δρόμοι, μαντουνάδες από κάτ' απ' τα παραθύρια ούλη νύχτα, και ζήλιες και πεισματικά και καυγάδες και κλεψιές καμμιά φορά, μόνα δεν εθέλανε οι γονοί. — Μαθές, — μου εξήγησε πιο καθαρά ο Βασίληςσα δεν ήθελεν κανένας γονιός να δώκη το παιδί του, εκλεβόντανε οι δυο κ' επερνόντανε, γιατί ετότες εγαπούσανε τίμια και δεν εβλέπανε μόνι τον παρά, σαν και τώρα.

Θες να πης πως τώρα δεν αγαπούνε; ρώτησα 'γω. — Δε βαριέσαι! είπεν ο Βασίλης.

Σε μια δυο μέρες θα πάη ο ξάδερφός σου ο Βασίλης του παπά για να κυνηγήση. Τούπα να πάτε μαζή και τάκουσε με πολλή του χαρά. Θα σου βρη, λέει, κέναν τσιφτέ να σε μάθη να κυνηγάς. Κιο Βασίλης, ως θάκουσες, έχει γενεί καλός κυνηγός. Ποτέ δε γυρίζει χωρίς λαγό. Η ιδέα της μητέρας μου μενθουσίασε. Το τουφέκι και το κυνήγι ήσαν από τους μεγάλους μου πόθους. — Θες να πας; με ρώτησε η μητέρα μου.