United States or Mexico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το κακό είνε που, σαν πέση κι' αυτουνού η αγαπητικιά του να τονέ βρη στη θάλασσα, δε θ' ανταμωθούν ποτέ... Κανένας δεν του αποκρίθηκε. Μόνο η βοή της θάλασσας επάλευε με τη φωνή του μεθυσμένου: «Παρακαλώ σας κύματα μη μου την εξυπνάτε». Ως που να γίνη το κρασί κρασάκι περάσανε πενήντα χρόνια. Κι' άλλα τόσα ως που να γίνη ο Καπετάν Δημήτρης Μπαρμπα-Δημητρός.

Ο λόγος σου έχει τον τόπον του, αποκρίθηκε ο Γέροντας. εκείνος οπού έχει ολίγαις χρείαις έχει και ολίγαις ιδέαις, και ακολούθως Γλώσσαν ανάλογην με τον μικρόν αριθμό τους. η ιδέαις του, οπού αυγατίζουν όσο πληθαίνουν κι' η χρείαις του, γυρεύουν και γλώσσαν ανάλογη με τον μεγάλον τους αριθμόν. τέτοια είναι η φύση κάθε γλώσσας στον κόσμον, φτωχότερη, ή πλουσιώτερη, κατά της ιδέαις οπού έχουν όσοι την κραίνουν.

Γιατί είμαι αποσταμένος από το δρόμο και θέλω να κοιμηθώ για πάντα σιμά σου. Η βασιλοπούλα δεν αποκρίθηκε. Γύρισε και είδε τα τριαντάφυλλα και τα κρίνα του κορμιού της, που τάχαν μαράνει τα δάκρυά της. Και τότε την έπιασε ένα παράπονο κ' έκλεισε το παράθυρό της. Δεν είχε πια τριαντάφυλλα και κρίνα να χαρίση στον αγαπημένο της.

Επρόφερε τα τελευταία λόγια του με τέτοιο ανάμπαιγμα που ανατρίχιασα. Νομίζεις πως του ευχήθηκαν να πιάση τον ουρανό με τα χέρια. — Γιατί όχι; του είπα· ήρθε η αράδα σου. — Η αράδα μου για ταξείδι· αποκρίθηκε με το ίδιο χαμόγελο. — Για ταξείδι! Α, το φιλαράκο! γυρίζω και λέγω του καπετάν Τραγούδα. Την έχει βλέπω και σημαδεμένη. Δεν μου λες κατά πού; Απάνω ή κάτω;

Αυτός ήταν ο γαμπρός, γερό παλλικάρι, καλοστολισμένο, που μ' άρεσε πολύ εμένα και της γυναίκας μου, αφού μάλιστα μας είπε πως εκληρονόμησε πέρσυ από τη μητέρα του ένα φούρνο στο Ροδακιό. Δε ξέρω όμως τι είχε και δεν άρεσε της κόρης μας καθόλου. Όταν την ρωτήσαμε μας αποκρίθηκε πως δεν της εφάνηκαν τα μούτρα του καλού ανθρώπου και πως έχει το ενα μάτι πράσινο και το άλλο μαβί.

Δεν ακούς, Μοσχαδώ; Εγώ είμαι. Άνοιξε. Τίποτε. Κανένας δεν αποκρίθηκε. — Βρε, κουφαθήκανε σήμερα! Άνοιξε, σου λέω. Ένα σκυλί ξαφνιασμένο μες στο σκοτάδι άρχισε να γαυγίζη από μέσα, ξύνοντας την πόρτα με τα νύχια του. Γαύγιζε αγριεμμένο, έτρωγε το ξύλο με τα δόντια του. Γαβ! Γαβ! — Σκασμός, βρε Μπραήμη! Εγώ είμαι. Δε με κατάλαβες; Το σκυλί, με το ξένο όνομα, λύσσαξε περισσότερο.

Πες του, μωρέ, πόλεμος έγινε δε μπορούσε παρά να χαθούν κι άνθρωποι. Ο μ π ί μ π α σ η ς κούνησε το κεφάλι του κι αποκρίθηκε «κι από μας τσοκ! Τόρα φευγάστε και το Σάββατο άμα έρθη ο διοικητής σας να φιλιωθούμεΚι ο μ π ί μ π α σ η ς έκαμε ένα βήμα να φύγη, όντας στάθηκε κι είπε: Ε! δεν είστε, σεις στρατιώτες, είστε κλέφτες!... Πες του γιατί, μωρέ; λέω στο δραγομάνο μου.

Υποφέρει πολύ, η δυστυχισμένη, πάει να πλαγιάση... Ο Θανάσης ο Μελαχροινός αποκρίθηκε στον ίδιο τόνο: — Λυπάμαι πολύ, περαστικά της να δώση ο Θεός. Χάσαμε την καλή της τη συντροφιά. Και στρώθηκε στο τραπέζι. Το ανηψίδι τούβαλε ένα ποτήρι μπροστά του. Ο Παπα-Παρθένης του το γέμισε, προσφέροντας του μια φέτα μήλο, με την άκρη του μαχαιριού.

Έκαμε ο Θεοδόσιος νανοίξη ομιλία και να πη πως κι ο Δαβίδ μαθές όχι μονάχα φονιάς, μα και μοιχός έγινε, κι ως τόσο από τέτοιες τιμωρίες δεν πέρασε. — «Μετάνοιωσε όμως» αποκρίθηκε ο Ιεράρχης «κ' υπόφερε βάσανα και βάσανα από τις αμαρτίες του.

Ωστόσο, είπ' ο Λογιότατος πάντα συλλογισμένος, δεν μπορείς να μου αρνηθής, πως είναι ακανόνιστη και γεμάτη βαρβαρισμούς. Κάθε γλώσσα, αποκρίθηκε ο Γέροντας, μιλιέται κατά τον τρόπον, οπού συνηθιέται από όλο το Γένος. οπού θελά ειπή, κάθε γλώσσα έχει τους φυσικούς της κανόνες. Ακανόνιστος τρόπος, ή βαρβαρισμός είναι ο ξένος κι' αλλιότικος από τον συνηθισμένον.