United States or Colombia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Νύχτα σελλώνουν τάλογα, νύχτα τα καλλιγώνουν, Και αυτή του Θύμιου η αδερφή λύχνον κρατάει και φέγγει, Τον λύχνοτόνα χέρι της καιάλλο το ποτήρι, Ποτήρι και καυκόπουλο που τους κερνάει και πίνουν, Όσα ποτήρια τους κερνάει τους λέγει και τέτοια λόγια: —Αυτού που πάτε, μπράτιμοι, αυτού που πάτε, αητοί μου, Την κόρη που θ' αρπάξητε την ώρηα περδικούλα, Μη μου την βαλτώσετε, φτερό να μην της πέση, Σαν νύφη να την φέρετε και σαν μεγάλη αφέντρα.

Και διαβάζανε και κυττάζανε της κολώναις και λέγανε, ένας τον άλλον χαιρετίζοντας: — Με τσ' γειαις! Με τσ' γειαις! Καθώς χαιρετίζουμε κ' εμείς, σαν κάμουμε γαμπρό ή νύφη, ή σαν έχουμε γεννητούρια, μαθές.

Οι γυναίκες, μάννα και νύφη, κάθισαν αντίκρυ σε σεντούκι απάνω, και μας μιλούσαν αυτές από μακριά. Είπα φαγεί, μα έπρεπε να το πω φαγοπότι, ή ποτοφάγι. Επειδή από την πρώτη δαγκαματιά άρχισε και το κέρασμα. Λαμπρό, μπρούσικο Κισαμιώτικο.

Έπρεπε να πούμε· «Αφτή η ονομαστική πατέρας , αφτοί οι τύποι άντρας, νύφη κι όλη μας η γλώσσα μαζί, όπως τη μιλεί σήμερα ο λαός μας, σας δείχτουν που η αρχαία σώθηκε ίδια κι απαράλλαχτη μέσα στη δική μας, που ο λαός ο γραικικός την πήρε από των αρχαίων το στόμα και που από τα παλιά τα χρόνια, δεν πέρασε μισή στιγμή που να μη μιλήση ο ίδιος ο λαός την ίδια τη γλώσσα.

Εγώ να ξαναμπώ στο σπίτι τω Θωμαδιανώ και να ξαναμιλήσω του Στρατή; Αυτό δε γίνεται και να το βγάλης απού το νου σου, είπεν ορθά κοφτά. — Καλά, είπε και ο Σαϊτονικολής, ας έρθη ο καιρός που πρέπει και τα ξαναλέμε. Να μη ξεχνάς μόνο πως εγώ την Πηγή θέλω να κάμω νύφη. Εν τω μεταξύ ο Τερερές ανεθάρρησε διά να υποβάλη εκ νέου τας προτάσεις του εις τον Θωμάν.

Και δος του κι' αρχαιολογώ, κι' αρχαίαις νύφαις κυνηγώ, να εύρω μες 'το χώμα. Μα τέτοιαις νύφαις δεν 'μιλούν, ούτε το μάτι μου σφαλούν, κι' ούτε γαμπρό γυρεύουν. Αχ! τι τα θέλω όλ' αυτά τ' αγάλματα τα λατρευτά, αφού δεν ζωντανεύουν; Ω! ας μπορούσε απ' αυταίς της νύφαις της καμαρωταίς καμμιά να ζωντανέψη! Να παύσω ν' αρχαιολογώ. νύφη αυτή, γαμπρός εγώ . . . και ποιος δεν θα ζηλέψη;

Το σπιτάκι μου, τ' αρχοντικό μου που σφαλάγγι τώρα το χαίρεται ο Τουρτούρης όπως κι όλο το έχει μας. Έμπαινα κ' η καρδιά μου αναγάλλιαζε. Είχα τόσα χρόνια που τ' ωνειριαζόμουν ένα τέτοιο σπίτι. Για φαντάσου! Από τον καιρό που με πήρε νύφη μου το υποσκέθηκε ο μακαρίτης. — Θα κάμω ένα σπίτι έτσι κι αλλοιώς. Κ' εγώ το περίμενα μέρα σε μέρα· χρόνο με χρόνο. Το σπίτι το παλιό ήταν σαράβαλο.

Πάμε τώρα να πιούμε της Βασιλικής τον καφέ· λέει λαχανιασμένα σαν ξανανέβηκε. Τώρα ναι. Είνε νύφη μου η Βασιλική. Να τραβήξουμε όμως από τα ρομάνια εκείνα, να κυνηγήσουμε κιόλας. Για τον Πανάγο σου, ας πάνε να σκοτίζουνται οι Τούρκοι που τούκοψαν το κεφάλι. Και σαν αποσκούπισε το μαχαίρι στα χόρτα, σηκώθηκαν και πήραν τον απάνω το δρόμο.

Χαίρετε, νύφη και γαμπρέ με πεθερό το Δία, χαίρετε! κι άμποτε η Λητώ, που τα παιδιά φροντίζει, πολλά παιδιά, καλά παιδιά στους δυο σας να χαρίση κ' ίσην αγάπη και στους δυο να στείλ' η Αφροδίτη, κι ο Ζευς να κάνη αμέτρητο κι αμέτρητο το βιος σας για νάνε πάντα ατέλειωτο και πάντα να πηγαίνη από φαμίλια αρχοντική σ' αρχοντική φαμίλια.

«Να ζήσ' η νύφη κι' ο γαμπρός και να καλογεράση. Ο Στέφανος, μεθυσμένος, ξαπλώθηκε κατά γης και απολάμβανε. Άξαφνα ο γέρω Μαρούπας ανησύχυσε· του εφάνηκε ν' άκουσε κάτι σαν πάτημα· έτρεξε στην άκρη του χωραφιού. Έστησε τ' αυτί του κ' εδιάκρινε τώρα ποδοβολητά να πλησιάζανε ολοένα· και σαν να ήταν κάμποσα.