United States or San Marino ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τον ενθυμούντο όλοι, όταν ήσαν παιδιά εις το δημοτικόν σχολείον, και εις την πρώτην του ελληνικού· διότι ως εκεί επήγαιναν συνήθως τα καπετανόπουλα του τόπου. Δεν υπήρχεν όνειδος και χλεύη, δεν υπήρχε παραγκώμι και αναγόρευμα, το οποίον να μη του έρριπτον κατάμουτρα.

Και εκεί όπου με έβλεπε με προσοχήν, ήρχισε να χαμογελά, και είδα εις το πρόσωπόν του μίαν έκφρασιν, την οποίαν εις άλλο πρόσωπον δεν είχα ιδεί ποτέ μου. — Καλέ, τι είναι τούτο; είπε· είναι δραχμή του τόπου μου αυτή, καλή και γνησία!. Και την ετρύπησαν την πτωχήν και την καταφρονούν! Τι σύμπτωσις! θα την κρατήσω, να επιστρέψωμεν μαζή εις την πατρίδα.

ΑΜΛΕΤΟΣ Ναι, μάλιστ', αλλ' εγώ νομίζω, αν κ' είμαι γέννα του τόπου και με τούτ' αναθρεμμένος, ότι τέτοιαν συνήθειαν να κρατούν φέρνει ατιμίαν, κ' έπαινον έχει εκείνος 'πού την αθετήση. Δι' αυτήν την χοντροκέφαλην κραιπάλην τ' άλλα έθνη μάς θεατρίζουν και μας κατακρίνουντα πέρατα της γης, μας λέγουν μεθοκόπους, και μ' επίθετο αισχρό ρυπαίνουν τ' όνομά μας.

Έβδομος ποταμός είναι ο Γέρρος όστις μακρύνεται του Βορυσθένους εις το μέρος όπου είναι γνωστός ο Βορυσθένης· χωρίζεται δε επίσης και εκ του τόπου εις ον δίδει το όνομά του· ρέων δε μέχρι θαλάσσης χωρίζει τους νομάδας Σκύθας από τους βασιλικούς Σκύθας και ενούται με τον Υπάκυριν.

Δεν είναι και πάλι άδικο; Ποτέ δεν εδικαιολογήθη, και οι Βαρώνοι του τόπου σου σας κατηγορούν και τους δυο. Συμβούλεψέ τη καλλίτερα να ζητήση μόνη της την κρίσι του Θεού. Τι θα της στοιχίση, μια κ' είναι αθώα, να ορκισθή στα οστά των Αγίων ότι δεν έσφαλε ποτέ της. Ή να πιάση ένα σίδερο κοκκινισμένο στη φωτιά; Έτσι το θέλει το έθιμο.

Εφυλάττετο καλώς μη εκφέρη ως απειλήν την αποβολήν, όπως θα έπραττε ξένος μη γνωρίζων τα ήθη του τόπου, διότι εγνώριζε κάλλιστα ότι οι μικροί διάβολοι εγέλων με την απειλήν ταύτην, ην ενόμιζον ως ευτυχίαν και ελευθερίαν. Επίσης τους είπεν ότι «όσοι έχουν παπούτσια να τα φορούν εις το εξής, όταν θα πηγαίνουν εις το σχολείον».

Οι ταξιδιώτες δεν παραλείψανε να μαζέψουνε χρυσάφι, ρουμπίνια και σμαράγδια. — Πού είμαστε; φώναζε ο Αγαθούλης. Πρέπει τα βασιλόπουλα αυτού του τόπου νάναι πολύ καλά αναθρεμμένα, αφού τα μαθαίνουν να περιφρονούνε το χρυσάφι και τα πολύτιμα πετράδια. Ο Κακαμπός θάμαζε σαν τον Αγαθούλη. Πλησιάσανε τέλος στο πρώτο σπίτι του χωριού· ήτανε χτισμένο σαν ευρωπαϊκό παλάτι.

Να του πης του Τραμπούκου που κάθετ' έξω από το Καφενείο και κοιτάζει λεβέντικα την άκρη του παπουτσιού του, — να του πης πως όσον καιρό χάνει μελετώντας τρόπους να κρυφοαρπάζη φτωχικά ψυχουλάκια από το Κοινό, μπορούσε τίμια δουλεύοντας να μαλαματώση την τρομερή του κουμπούρα, να μείνη κάτι και για τη χώρα που τον έθρεψε, και που αυτός ακόμα τηνε βυζάνει, αν του τα πης αυτά, θα θαρρέψη πως θέλεις να γίνης εσύ αντίς του λόγου του κλέφτης του τόπου, κ' ίσως και σε σκοτώση, φανερά ή κρυφά.

Ο Βινίκιος δεν προσηλούτο πλέον εις την διδασκαλίαν του γέροντος, ήτις δεν περιείχε καινόν τι· αλλά διηπόρει εν εαυτώ έκθαμβος: «Ποίος Θεός είναι λοιπόν αυτός; Ποίον το δόγμα και ποίος ο λαός ούτος; Το κοιμητήριον εκείνο του εφάνη άσυλον τρελλών και το σύνολον μυστηριώδους τόπου. Είχεν έναυλον εις τα ώτα παν ό,τι ο γέρων είχεν ειπεί περί της ζωής, της αληθείας και της αγάπης του Θεού.

Αι γυναίκες του τόπου δεν ήσαν μεν ως αι χανούμισσαι μαλθακαί, αλλ' εργατικαί, μελαχροιναί και νόστιμαι εκρίνοντο άξιαι να στολίζωσι τα χαρέμια των αληθών πιστών ως σκλάβαι.