United States or India ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άξαφνο όμως από την κόχη του βράχου επρόβαλεν άλλος βουτηχτής. Έτρεχε κ' εκείνος ίσα στο μελάτι. Δρασκελιά ο ένας δρασκελιά ο άλλος έσμιξαν και οι δυο. Ο πατέρας σου όμως επρόφτασε κ' έβαλε το πόδι απάνω του. — Τι θες εδώ; ρωτάει τον άλλον με νοήματα· είνε δικό μου· εγώ το πρωτόειδα. — Μπα· κάνει ο άλλος· είνε δικό μου· τα φύλαγα από προχτές. Κάμε πέρα. — Δεν με κουνάς αποδώ ούτε με φουρνέλο.

Κι' έπιασε πρώτα ο θαρρετός Μενέλας να μιλήσει «Τι έτσι αρματώνεσαι, αδερφέ; ή κάπιο μας να στείλεις των Τρώων θες κατάσκοπο; Όμως πολύ φοβούμαι, δε θ' αναλάβει σου κανείς τέτια δουλιά, να σύρει μονάχος πέρα ως στους οχτρούς και να κατασκοπέψει 40 μες στο σκοτάδι. Σαν πολύ θάχει καρδιά αντριωμένη

Ενώ ετοιμάζομαι διά το λουτρόν, έρχονται εις την ακοήν μου τα λεγόμενα υπό των ευρισκομένων εις τας γειτονικάς μπανιέρας και ο συγκεχυμένος θόρυβος των ευρισκομένων ήδη εις την θάλασσαν, τον οποίον διακόπτουν από καιρού εις καιρόν οι δούποι των πιπτόντων εις το νερόν. — Γιάννη! φωνάζει δεξιά μία βαρεία φωνή. — Τι θες; Είσαι έτοιμος; — Είμαι έτοιμος, αλλά... φοβούμαι να πέσω. — Τι φοβάσαι;

ώ! ας το κατορθώσω να μαλαχθή, Χριστέ μου, η καρδιά του κι' ας πεθάνω! ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Έννοια σου κι' απ' αυτό δεν θα γλυτώσης. ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. Σε γνώρισ' άνθρωπο με θέλησι. Να δώσης μπορείς αμέσως τη διαταγή. ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Κρυφή πληγή!.. . . Ποιος ξέρει από πότες το ένα γένηκες με τους προδότες· όμως, λέγε τι θες. Γιατ' ήρθες μπρος μου;

Στηρίξατέ με εν μύροις, στιβάσατέ με εν μήλοις, ότι τετρωμένη αγάπης εγώ. Θες με ως σφραγίδα επί την καρδίαν σου, ως σφραγίδα επί τον βραχίονά σου.

Τον ρύστη, Αυτόν που ελεεί κάθε αμαρτωλό και την αιώνια ζωή του δίνει, σε παρακαλώ, αν θες στα πόδια σου να γονατίσω, με δάκρυα να στα ποτίσω, πίστεψέ τον, όπως τον επίστεψε και η Μαγδαληνή Μαρία, κάνοντας έτσι όλη τη Μακεδονία από το θαύμα τούτο νάρθη σε επίγνωσι της αληθείας, και αμβροσία να γεννή το κριθαρόψωμο της εκκλησίας!

Και πρώτος ο παλικαράς γιος είπ3 του Μενοίτη 605 «Γιατί, Αχιλέα, μ' έκραξες; τι θες και με γυρέβεις

Ειδέ στου Δία τους σκοπούς αντίσταση δεν έχει, έχε όση θες αντριά, επειδής πολύ είναι ανότερός μας

Αλήθεια; ηρώτησεν ο Δημήτρης, κάπως δυσπίστως. — 'Σ το Χριστό που πιστεύομε· είπεν ο ζωέμπορος μετά πειστικότητος. — Και θα διαβασθή το συχώριοτα χωριό; — Ναι· αν θες πάμε μαζί ως εκεί. — Όχι, δεν μπορώ. Και ο Δημήτρης, επανέπεσεν εξηντλημένος επί της χλοεράς στρωμνής του.

Θες να με κουζουλάνης, υγιέ μου, και μου τα λες αυτανά; Για μια ξένη, μωρέ, τυραννάς έτσα τη μάνα σου; — Δεν είνε ξένη. Με τόση αγάπη που μούχει μπορώ να τη θωρώ ξένη; Έτσα που μαγαπά την αγαπώ κ' εγώ, ετόλμησα και είπα.