United States or Heard Island and McDonald Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η μητέρα τον εμάλωνε πάντοτε για ταις ακαταστασίαις του, κ' εκείνος ο μακαρίτης αφορμήν εγύρευε για να ξωμένη, να ζη του κεφαλιού του. Εφτά μήνες είχαμε τον άρρωστο στο σπίτι, εφτά μήνες δεν επάτησε το κατώφλιο μας. Ως που αναγκάσθηκεν η μητέρα να τον στείλη μαζί μου στην Πόλι, πριν γιατρευθή όλως διόλου. — Και πώς είχε ξεπέσει στο χωριό μας; ηρώτησα εγώ. Και πώς συνέβη ν' αρρωστήση;

Έκανα να του μιλήσω, μα δε στάθηκε ν' ακούση... είχε σκυμμένο το κεφάλι του και κατηφόριζε σαν να τον κυνηγούσαν. — Τι λες, βρε παιδί; έκανε ο Ρήγας του Μαθιού, σκυμμένος απάνω στο δαχτυλίδι, τριμμένο απ' την πολυκαιρία και φτενό-φτενό σα χαλκαδάκι. — Πιστεύεις τώρα; είπε ο Γιάννης ο Μακαρίτης. Ο Ρήγας του Μαθιού έκανε το σταυρό του. — Όλα γίνονται στον κόσμο, Γιάννη παιδί μου.

Σαν τον εφέραμε στο σπίτι, εστρώσαμε το στρώμα του Χρηστάκη και τον επλαγιάσαμε. Ο Χρηστάκης ο μακαρίτης εγύριζε τότε στα χωριά της επαρχίας, με ταις πραμματειαίς επάνω στ' άλογο. Ήτανε πριν ανοίξη το μαγαζί του. Και σαν έμαθε πως έχουμε τον άρρωστο εις το σπίτι, επήγε κ' έρριψε την κάππα του εις της θειας μου το σπίτι, στο Κρυονερό.

Ούτε τα λυσσασμένα ουρλιάσματα θέλω ν' ακούω σαν καμακίζουν άγρια καμμιά ψυχή, ούτε τον χόχλο του κατραμιού που βράζει στα Εφτά Καζάνια, ούτε τους δαρμούς και τους θρήνους των κολασμένων. Μα και η συντροφιά των πατέρων με τα κομπολόγια και τα λιβάνια καθώς και η ασύγκριτη ξαστεριά της Παράδεισος δεν μου πολυαρέσει. Τι θέλειςτι γυρεύεις; Καλήτερα όπως τα εκατάφερε ο μακαρίτης.

Και το χάρηκεν ο μακαρίτης, και σε πήρε στην αγκαλιά του και σε φίλησε: — Έχε την ευχή μου, και να μου τρανέψης! — Και σ' έδωκε μια πεντάρα, και μ' εκούνησε με το δάχτυλο και με είπε: — Αυτό το παιδί, γυναίκα, θα γένη! — Πού το ήξευρε, πως ύστερ' από τρεις μήνες θε να σ' άφην' ορφανό!

Δεν είναι δίκαιο, έτσι, χωρίς κανένα κέρδος να χάσω κοντά του τα ωραιότερα χρόνια της ζωής μου. Έλα, Τουανέττα, ας πάρωμε πρώτα όλα τα κλειδιά του. ΜΠΕΛΙΝΑ Α α α α! ΑΡΓΓΑΝ Μάλιστα, κυρία γυναίκα μου, έτσι μ' αγαπάς! ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Μπα! ο μακαρίτης δεν ήταν πεθαμένος! Αυτό θα με διδάξη και μένα να βάλω γνώσι στο εξής και θα μ' εμποδίση να κανω και πολλά άλλα.

Αν είχε καμμίαν χαράν, η χαρά της ήτο μόνον το μοσχαναθρεμμένο παιδί της, ο Γιωργάκης της, τον οποίον επτά μηνών βρέφος της τον άφησεν ο μακαρίτης ο πατέρας του, ο καπετάν Λιμπέριος, ένας φιλήσυχος μικροκαπετάνιος, οπού απέθανε την ίδια νύκτα με το κότερό του, ένα εύμορφο και γλήγορο κότερο, οπού το πονούσε και από την γυναίκα του περισσότερον.

Κοντζάμ άνδρας ως εκεί επάνω, να μένω χωρίς δουλειά! Φταίει και ο μακαρίτης ο Γέρω-Λαχανάς. Όταν μου έλεγε, βρε Σπυράκι μου, βρε Σπυρέτο μου, βουτηγμένος αυτός μέσατον ιδρώτα και τα χώματα, έπρεπε να σηκώση την τσάπα του να μου κάμη μια τρύπατο ξερό μου, να έμβη μέσα ολίγη γνώσις. Και έκλαιεν ο καϋμένος . . . Τον λυπήθηκα Μπάρμπα-Σταυρή. Έπειτα να πούμε και του φτωχού το δίκαιο.

Τον βλέπεις, βρε, τον Χρόνη, τον γυιο του γέρω-Χρόνη, του Σπράχτορα; Μου έλεγεν ο πατέρας μου ο μακαρίτηςΘεός σχωρέσ' τονε. — Όλον τον χρόνον καλαναρχάειτην εκκλησιά, ξεσκούφωτος, και σαν έλθουν τα Χριστούγεννα λέει το «η προαίρεσις δίδου» και συνάζει ασημένια, και παίρνει καινούργιο φέσι. Εσύ έχεις πλειο καλή φωνή απ' αυτόν. Εσύ καλαναρχάς πλειο καλά απ' αυτόν.

Αντί να γυρίσουν άνθρωποι, γυρίζουν κούκλες· αντί νάρθουν χριστιανοί, έρχονται αλούτεροι... Πού είνε τώρα ο μακαρίτης ο Τσαϊπάς να καμαρώση το γιο του; Έφαε τη ζωή του απάνω στο τσαγκαρόσουβλο για να τον κάμη άνθρωπο και να, — τον έκαμε και τον ξέκαμε! — Κύριε λέησον, μωρέ παιδιά!... ξαναφώναξε.