United States or Malawi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά ο Θεός, καθώς θα το ακούστε, την ελυπήθηκε. Λυπηθήτε την, και σεις άρχοντες! Εκείνη την ημέρα, ο Τριστάνος κι' ο Βασιληάς κυνηγούσαν μακρυά, κι' ο Τριστάνος δεν έμαθε αυτό το έγκλημα. Η Ιζόλδη εκάλεσε δυο σκλάβους: τους έταξε ελευθερία και εξήντα χρυσά Βυζαντινά, αν έδιναν όρκο ότι θα κάνουν το θέλημά της. Ωρκίσθηκαν. «Θα σας παραδώσω λοιπόν, είπε, μια κόρη.

Τα πόδια μου βαστούσανε καλά, μα η ψυχή μου ένοιωθα πως γινότανε παραλυτική μέσα μου, σαν το κορμί του ζητιάνου. — Χωρίς άλλο, είπα με τον εαυτό μου, αυτός ο παραλυτικός είναι ένας ανόητος και δεν ξέρει τι λέει. Ας γυρίσω στη δουλειά μου.... Κοντοστάθηκα μια στιγμή κ' ύστερα γύρισα βιαστικός, σαν να με κυνηγούσαν. Πέρασα τον κάμπο γλήγοραγλήγορα κ' έφθασα πάλι στη μεγάλη στράτα.

Κυνηγούσαν τριζόνια, έπιαναν τζιτζίκους φωνακλάδες εμάζευαν λουλούδια· εσειούσαν τα δέντρα, έτρωγαν πωρικά. Και κάποτες επλάγιασαν μαζί και γυμνοί κ' εσκεπάστηκαν μ' ένα τομάρι γίδας. Κ' εύκολα θα γινόταν η Χλόη γυναίκα, αν δεν τρόμαζε το Δάφνη το αίμα.

Ήταν οι πυγολαμπίδες, κι εκείνη όμως πίστευε στα αερικά, στην υπερφυσική ζωή των νυχτερινών πλασμάτων και θυμόταν τα παιδικά της χρόνια, όταν ήταν φτωχή και πήγαινε να ζητιανέψει και να μαζέψει ξερόκλαδα κάτω από τα ερείπια του κάστρου, ενώ την κυνηγούσαν σαν λυσσασμένα σκυλιά η πείνα και ο πυρετός της μαλάριας.

Στις μικρές πόρτες πρόβαλαν οι γυναίκες που σκούπιζαν το στόμα με τις ποδιές τους και έπειτα κυνηγούσαν τα μικρά παιδιά για να τα πιάσουν και να τα βάλουν για ύπνο. Μια από τις συγγένισσες της Γκριζέντα πήγε στον οργανοπαίχτη και του έδωσε μια τηγανίτα διπλωμένη στα τέσσερα. «Φάε, αγόρι μου! Τι θα πει η γιαγιά σου; Ότι δεν σε ταΐζω

Είχανε ξεκαρδιστή όλοι από τα γέλια. Βαστούσαν τα σηκότια τους. Μονάχα ο Κυρ-Νικολάκης έκλαιγε, έκλαιγε πικρά. Πρώτη φορά τον είχανε ιδεί να κλαίη έτσι. Τον έπνιγε το άδικο. Έτσι από κλώτσου, κι' από μπάτσου, πήρε τον κατήφορο. Τα παιδιά τρέχανε από πίσω του με τα γιούχα και τον κυνηγούσαν. Τράβηξε κατά τα μάτια του, χάθηκε. Κανένας δεν τον είδε.

Κει κάτω, στην καλύβα, ο Τριστάνος και η Βασίλισσα κοιμώντανε σφιχτά αγκαλιασμένοι. Ξαφνικά, ο Γκορνεβάλης άκουσε το θόρυβο κοπαδιού σκυλιών: με μεγάλη ορμή τα λαγωνικά κυνηγούσαν ένα ελάφι, που είχε ριχτεί στη χαράδρα. Μακρυά, στην πεδιάδα, φάνηκε ένας κυνηγός. Ο Γκορνεβάλης τον εγνώρισε: ήτανε ο Γκενελόν, ο άνθρωπος που περισσότερο απ' όλους μισούσε ο Τριστάνος.

Με γέμιζε μ' ένα αίστημα, ιερό μπορώ να πω, και μπρος σ' αυτά χανόντανε όλα τάλλα. Το πλοίο χόρευε απάνω στην ταραγμένη θάλασσα και μπρος στην πλώρη του, ξεχώριζε η σκιαγραφία ενός μακριού νησιού, που σημαδευότανε σ' ένα βάθος από σύννεφα που κυνηγούσαν ένα τάλλο.

Πώς διο σκυλιά καρφόδοντα κυνηγομαθημένα 360 σ' αλάφι ρήχνουνται ή λαγό και κυνηγούν με πείσμα μέσα σε δάσος, κι' ο λαγός μπροστά όπου φύγει φύγει· έτσι κι' αφτοί χωρίζοντας το γιο του κράχτη αλάργα απ' τους δικούς του, επίμονα τον κυνηγούσαν πάντα.

Τα ήξερε τα γέλια αυτά. Τα ήξεραν όλες οι χήρες του νησιού. Όταν το κύμα της νοτιάς έσπαζε μες στις κουφάλες του Σταυρού, κάτω στο γυαλό, τα παράξενα, τα διαβολικά γέλια έφθαναν στα μισοούρανα. Οι καπετάνισσες τραβούσαν τα μαλλιά τους. — Γελάει η Σκρόφα! Γελάει η ξελογιάστρα! Έκλεισε με τρομάρα το παράθυρο. Τα γέλια την κυνηγούσαν ακόμα. Έπεσε στο σοφά σαν πεθαμμένη.