United States or Senegal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά πάραυτα επέταξεν από τους πόδας τα ελαφρά πέδιλα, δεν επρόφθασε να σηκώση την περισκελίδα, εθαλάσσωσεν ως τα γόνατα, και συνέλαβε την βάρκαν από την πρώραν της. Την έσυρε προς μικρόν πρόχειρον μώλον.

Μα θα ταπογευτούμε με φρόνηση και με μέτρο· ειδεμή, άλλο μην περιμένης παρ' ανοησίες κι από ταμάς. Αυτό το μεγάλο το εθνικό το μεθήσι δεν μπορεί, θαρρώ, και να βαστάξη πολύ. Θα δουλέψη φυσικά και δω ο νόμος ο φυσικός της ισορροπίας, δηλαδή θα πέση θέλοντας και μη το Έθνος στη λάσπη, και θα κυλιέται ώσπου κάποιος περάση και το σηκώση. Μακάρι να είναι δικός μας αυτός ο κάποιος!

Αλλ' η μάνα της, μυρισθείσα το πράγμα, και φοβουμένη μήπως αυτή, η μικρή Στριγλίτσα, καθώς ωνόμαζε συνήθως την κόρην της, του σηκώση τα μυαλά του γαμβρού, ώστε να πονηρέψη ούτος να ζητή προικιά περισσότερα, εξήσκησε τυραννικήν επιτήρισιν επί της κόρης και του αρραβωνιαστικού, μη επιτρέπουσα την ελαχίστην ιδιαιτέραν συνομιλίαν μεταξύ των δύο.

Αυτός ήτον το θεμέλιον των συμβουλών του Τημουρτά πατρός του, και οπόταν αυτός έδιδε καμμίαν συμβουλήν δεν ήτον τινάς που να μην την δεχθή. Έξω από αυτό, εις τους πολέμους ήτον ο πρώτος που να βάνη την ζωήν εις κίνδυνον· πάντα έκανε θαυμαστές νίκες, τόσον που κανένα γένος δεν αποτολμούσε πλέον να σηκώση τα άρματα εναντίον του.

Εάν όμως παραβαίνων κανείς ταύτα εξ απειθείας τα σηκώση και τα φέρη εις την οικίαν του, τότε, αν μεν είναι δούλος μικρού αντιτίμου και τον συναντήση κανείς όχι κατωτέρας ηλικίας των τριάντα ετών, ας του δώση πολλούς ραβδισμούς.

Εις αυτό το μεταξύ η Κεριστάνη ακολούθησε να λέγη· Βασιλέα, χρεία τώρα είναι να σου φανερώσω διατί σου εχάλασα την ζωοτροφίαν. Ο βασιλεύς του Μογόλ ήθελε να σου σηκώση την ζωήν, διά να φέρη εις την υποταγήν του το βασίλειον της Κίνας· και διά να τελειώση την βουλήν, έταξε πολύ χρυσάφι του βεζύρ Βελή, διά να σε επιβουλευθή.

Όταν δε φανερωθή, εάν μεν έχη καταγραφή εις τα βιβλία εις ποίον ανήκει από τους διαφιλονικούντας αυτό, ας το πάρη αυτός και ας φύγη. Εάν δε είναι κανενός άλλου έξω από τους παρευρισκομένους, όποιος δώση αξιόπιστον εγγυητήν χάριν του απουσιάζοντος, ότι θα το παραδώση εις εκείνον, ας το σηκώση καθώς θα έκαμνε εκείνος.

Ωστόσο δεν είναι πάντα δουλειά του να εξηγή το έργο της Τέχνης. Μπορεί να θέλη κάλλιο να εμβαθύνη στο μυστήριό του, να σηκώση γύρω σ' αυτό και γύρω στον πλάστη του την καταχνιά εκείνη του θαύματος που είν' εξίσου αγαπητή στους θεούς και στους πιστούς των.

Κ' εθύμιζαν έτσι τους αντρειωμένους αγαπητικούς της βασιλοπούλας του τραγουδιού, οπ' αγωνίζονταν ποιος να σηκώση τον παλαιγό βράχο, το ριζωμένο λιθάρι, που κοίτονταν μέσα στο περιβόλι της, στη μέση στην αυλή της, για να την πάρη γυναίκα του, καθώς τους είχε τάξει.

Αγκάλιασε λοιπόν το άγαλμα και θέλησε να το σηκώση. Κ' εκείνο όμως ήταν βαρύ, πολύ βαρύ για τα χέρια του. Μα η επιμονή και τι δεν κάνει; Έδωκεπήρε, κατώρθωσε να το σηκώση στην αγκαλιά του. Μόλις όμως θέλησε να κάμη δυο βήματα άρχισε να τρικλίζη κι άπλωσε το χέρι στον τοίχο να κρατηθή. Μα δεν άδραξε παρά μιαν άκρη από το κέντημα.