United States or Zambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και προκύψας εφώναξε προς τον απομακρυνόμενον υιόν του: — Ανέν τονε βρης, δός' του και μη φοβάσαι. Επειδή δε η σύζυγός του εμουρμούριζε και σχεδόν έκλαιεν εξ ανησυχίας, της είπε να κυτάζη τη ρόκα της και δεν ήτο δική της δουλειά. Τι ήθελε; ναφήση τον Τερερέ να τον καβαλικέψη; Ήξευρε αυτός τι έκαμνε και δεν είχεν ανάγκη από τη γνώμη της.

Οι «αδελφοί του», οι μαθηταί, δεν επίστευον τους λόγους της γυναικός και επειδή εκείνη έκλαιεν εκ χαράς, άλλοι μεν την επέπληττον, άλλοι δε εσκέπτοντο ότι η θλίψις είχε ταράξει τας αισθήσεις της, διότι έλεγε προς τούτοις ότι είχεν ιδεί τους αγγέλους, εκείνοι δε προσελθόντες εις τον τάφον εύρον αυτόν κενόν.

Άντρας που θα τόνε χαρής, γιατί δεν είνε κιανείς λειψανάβατος και ζομπονιάρης ν' αποθάνη να σ' αφήση χήρα τσι πέντε στράτες. Τότε η Μαργή εβρόντησε και ήστραψε και είπεν ότι μα τα κόκκαλα του κυρού της θάπινε φαρμάκι και μόνον αν της ανέφερε το όνομα του Μανώλη η μητέρα της. Και έκλαιεν απαρηγόρητα.

Αλλά βιαία τις ριπή του ανέμου εκάλυψεν εν στιγμή διά πυκνής νεφέλης αυχμηρού κονιορτού και πλατείαν και ανθρώπους, επλήρωσε δε λύθρου και το στόμα του ενόρκου, όστις πτύων ελεεινώς χώμα και λόγους εσπιλωμένους, εφώναζε: — Σ' αφίνουν οι αστυφύλακες, οι νιουδαίοι! Επανελθούσα ούτω μετά ταύτα εις τον οίκον η Θωμαή, εκλείσθη εις έν δωμάτιον σκοτεινόν, ως την ψυχήν της, και έκλαιεν όλην την ημέραν.

Βοηθάτε με! έκλαιεν ολολύζων ο καπετάν Λιμπέριος μισοπνιγμένος μέσα εις τα αφρισμένα κύματα, και προσπαθών να πιάση από το μπαστούνι το κότερον, σαν παιδί από το χέρι, ο πτωχός, να το τραβήξη έξω . . .

— Ο ευγενής Βινίκιος επέστρεψεν; ηρώτησεν ο Πετρώνιος, όταν έφθασεν εις τον οίκον του. — Προ ολίγου επέστρεψεν, απεκρίθη είς δούλος. — Ώστε, δεν την ηλευθέρωσεν, είπε καθ' εαυτόν ο Πετρώνιος. Ρίψας την τήβεννόν του, έσπευσεν εις το άτριον. Ο Βινίκιος εκάθητο επί τρίποδος με την κεφαλήν μεταξύ των χειρών, στηρίζων τους αγκώνας επί των γονάτων και έκλαιεν.

Επί πολύ δεν παρετήρησα τίποτε, μίαν ημέραν όμως πλησίον κρήνης, είδα ένα δούλον, όστις ήντλει ύδωρ και έκλαιεν. Επλησίασα και τον ηρώτησα διατί κλαίει.

Έκλαιεν η μητέρα του. Ότε μετά τινας ημέρας, έξαφνα, ενεφανίσθη μίαν πρωίαν εις τον αιγιαλόν του Κάστρου μία ωραία σκαμπαβία. Ο νεαρός Μανώλης, ο οποίος την εκυβέρνα, την προσώρμισε κάτω-κάτω, παράμερα, προς την Παναγίαντα Ηλιόβολα, όπου άρχισε να την επιδιορθώνη.

Έλεγε και σχεδόν έκλαιεν από την οργήν της· διότι ενίοτε εσπόγγιζε τους μαύρους οφθαλμούς της με την λευκήν πάνινον πετσέταν, δι' ης είχε περιτυλίξη την κεφαλήν της, αφήσασα μόνον προς τους οφθαλμούς μέρος ανοικτόν, ως αι οθωμανίδες, διά να μη κηλιδώση την ωραίαν ξανθήν κόμην της, ης οι βόστρυχοι αερίζοντο όπισθεν ωσάν βέργαις δροσεράς αγράμπελης.

Και απεμακρύνθη εσπευσμένως. Αντηλλάγησαν επιστολαί τίνες. Αι του Φωκίωνος εδείκνυον το πυρ που τον έτρωγε, αι της Αρσινόης, αίσθημα αναγεννώμενον Φευ! ήτο το πρώτον της Αρσινόης ολίσθημα . . . Ησθάνετο ότι παρεσύρετο, ότι ελιποψύχει και ήρχοντο στιγμαί καθ' ας έκλαιεν από εντροπήν.