United States or Tanzania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δος του πέντε φράγκα, Νικόλα, και πες του, τον ευχαριστούμεν. Μόλις εξήλθεν ο Νικόλας, και παρίσταται εις την θύραν του εστιατορίου άνθρωπός τις του λαού, χυδαίαν έχων την όψιν και τα κνήμας γυμνάς, κοντός δε και στενάς φορών αναξυρίδας μέχρι γονάτων, εφεστρίδα με διπλήν σειράν σφαιροειδών και θυσσανωτών κομβίων, και πέτασσον εκ πιλήματος άμορφον και αποτετριμμένον.

Αι τάξεις διεσπάσθησαν αμέσως και πάντες ετρέξαμεν εις βοήθειαν του κινδυνεύοντος φίλου μας, ενώ επρόβαλε πνευστιών ο Κάρλος εξ άλλης οδού. Αλλ' ήτο πλέον αργά. Ο Πλούτων, του οποίου εξήντλησαν τας τελευταίας δυνάμεις η ορμή του δρόμου, ο τρόμος και οι λιθοβολισμοί, κατέπεσε πλησίον της πύλης του νεκροταφείου, μόλις που φθάσας να γλείψη τας χείρας του παιδιού πριν ή εκπνεύση προ των γονάτων του.

Κατ αρχάς ενόμισεν ότι ο όρθιος φοιτητής ήτο ο ιατρός, και ητοιμάζετο να προχωρήση προς αυτόν, σύρουσα τον τυφλόν. Αλλ' εσκέφθη ότι είναι πολύ νέος εκείνος δι' ιατρόν και εστράφη προς τον έπαρχον, όστις, με την εφημερίδα επί των γονάτων και τα ομματοϋάλια επί των ρωθώνων, την έβλεπεν ασκαρδαμυκτί με γυμνούς τους οφθαλμούς.

Βρε Σπύρο μου, βρε Σπυράκη μου, βρε Σπυρέτο μου!, τω έλεγεν ο Γέρω-Λαχανάς, ένας χαρωπός γέρων, με λάμπουσαν εξ αγαθότητας ψυχήν ως το λαμπρόν πρόσωπόν του, πνιγμένος μέσα εις τον ιδρώτα, με την σκαπάνην εις τας χείρας, μέσα εις τα χώματα των αυλακιών μέχρι γονάτων. Δεν κάνεις καλά, βρε Σπυράκο μου! Αλλ' αυτό μόνον έλεγε. Καθώς ο γέρων Ηλεί της Παλαιάς Γραφής.

Εάν την ωμίλει τις, ύψωνε βραδέως τους οφθαλμούς, ως ν' αποσπάται μετά κόπου από τας σκέψεις της, και βραδέως και μετά κόπου απεκρίνετο. Εάν η μήτηρ μου ελάμβανε θωπευτικώς την χείρα της, εδέχετο απαθώς την θωπείαν, η δε χειρ έπιπτεν έπειτα βαρεία επί των γονάτων• και απεμακρύνετο η μήτηρ μου να κρύψη την λύπην της.

Ούτω διήλθε τας τελευταίας ημέρας του βίου του τυμβογέρων ήδη ο Αλής· κατά την μαρτυρίαν των επιζησάντων προκύπτει ότι απέναντι της φοβεράς μεταβολής της τύχης, της προδοσίας των τέκνων του, της λειποταξίας των διασημοτέρων οπλαρχηγών του, της επικειμένης τιμωρίας των κακουργημάτων του, όταν κατέκλινε το πολιόν και θυελώδες μέτωπον επί των αβρών γονάτων της Βασιλικής, εκ μιας ελησμόνει τα πάντα και παρεδίδετο εις τας αγκάλας του ύπνου, ως αν επίστευεν αδύνατον την καταστροφήν εν τοις κόλποις τοιούτου παραδείσου.

Είχεν ενώπιον αυτού, επί των γονάτων του, κομψόν καινουργή πίλον, ον είχε χαρίσει εις αυτόν η κυρία του προ μικρού, αλλά και αυτού η θέα δεν ίσχυε να ιλαρύνη το πρόσωπόν του. Τι είχεν; Ενθυμείτο την μικράν νηπιακήν του ηλικίαν και τον πατρικόν αυτού οίκον.

Ήμην κατάπληκτος, απολιθωμένος, και μόνον ότε συνετελέσθη η τραγωδία, ερράγην εις φωνάς και κλαυθμούς. Είχα συμπάθειαν προς τον ατυχή εκείνον ήρωα των μαγειρείων. Τον είχα ιδεί νεογέννητον, μικρόν, φιλοπαίγμονα· πολλάκις τον είχα σιτίσει από του περισσεύματός μου παρά την τράπεζαν, και πολλάκις τον είχα κοιμίσει επί των γονάτων μου, ακούων εν εκστάσει τον αρμονικόν ρόγχον του λασίου του στήθους.

Μίαν εσπέραν, την παραμονήν του αρραβώνος, ότε ο γαμβρός μετά της αδελφής του είχον έλθει εις την οικίαν να συζητήσουν τα περί προικός, ενώ ο γέρων ναυπηγός υπηγόρευε το προικοσύμφωνον εις τον Αναγνώστην τον Συβίαν, ψάλτην της εκκλησίας, όστις είχε βγάλει το ορειχάλκινον καλαμάρι του από την ζώνην, την εκ πτερού χηνός πένναν από την μακράν θήκην του καλαμαριού, του ομοιάζοντος πολύ με πιστόλαν, και θέσας επί των γονάτων το βιβλίον του Αποστόλου, κ' επάνω εις το βιβλίον τεμάχιον χονδρού χαρτιού, είχε γράψει καθ' υπαγόρευσιν του γέροντος «Εις τόνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. . υπανδρεύω την κόρην μου Χαδούλαν με τον Ιωάννην Φράγκου, και της δίνω, πρώτον την ευχήν μου. . », η Χαδούλα ίστατο αντικρύ της εστίας, δίπλα εις την τέμπλαντην στήλην τουτέστι των στρωμάτων, παπλωμάτων και προσκεφαλαίων την σκεπαστήν με μεταξωτήν σινδόνα, και επιστεφομένην με δύο τεραστίας προσκεφαλάδεςακίνητος και καμαρώνουσα, κατά το φαινόμενον όπως η τέμπλα . . . αλλ' όμως ένευε κρυφά, ανυπομόνως, καίτοι με μεγάλην προφύλαξιν, ένευεν εις τον αρραβωνιαστικόν, ένευεν εις την ανδραδέλφην, να μη δεχθώσιν ως προίκα «σπίτι στο Κάστρο» και «χωράφι στο Στοιβωτό», αλλά ν' απαιτήσωσι σπίτι εις την νέαν πόλιν, και αμπέλι κ' ελαιώνα εις την περιοχήν της νέας πόλεως.

»Όταν ανακτήσης την Λίγειαν, γράψε μου το: Είδα εν ονείρω την Λίγειαν επί των γονάτων σου, επιζητούσαν τους ασπασμούς σου. Κατόρθωσον όπως τούτο αποδειχθή πραγματικόν όνειρον. Είθε να μη υπάρχουν νέφη εις τον ουρανόν σου, και αν υπάρχουν, ας έχουν τα χρώμα και το άρωμα των ρόδων