United States or Gabon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έρχομαι από την φυλακήν και σου φέρω ασπασμούς από την Λίγειαν. Ο Βινίκιος εστηρίχθη επί του βραχίονός του και ήρχισε να τον παρατηρή εις τους οφθαλμούς υπό το φως των δάδων, μη δυνάμενος να προφέρη λέξιν. Αλλ' ο Ναζάριος εμάντευσε την ερώτησιν, ήτις εχάνετο εις τα χείλη του. — Ζη.

Άλλο Δωμάτιον εις το ΚΑΣΤΕΛΙ Εισέρχονται ΟΡΑΤΙΟΣ και ΥΠΗΡΕΤΗΣ ΟΡΑΤΙΟΣ Αυτοί, 'πού με ζητούσαν, τίνες είναι; ΥΠΗΡΕΤΗΣ Ναύταις, Κύριε, — λέγουν ότι γράμματα σού φέρνουν. Ασπασμούς από κανένα μέρος δεν περιμένω, ειμή του Πρίγκιπος Αμλέτου. Εισέρχονται ΝΑΥΤΑΙΣ Α’ ΝΑΥΤΗΣ Κύριε, ο Θεός να σε πολυχρονίση. ΟΡΑΤΙΟΣ Και σε ομοίως. Α’ ΝΑΥΤΗΣ Θα με πολυχρονίση, Κύριε, αν το θέλη.

Είπ', εξεκίνησ' η θεά, γοργά και αυτός κατόπι• κ' έφθασαντην ομήγυρι, 'ς ταις έδραις των Πυλίων• 30 και αντάμ' αυτού με τους υιούς ο Νέστορας καθόνταν, και ολόγυρά του ευτρέπιζαν οι φίλοι την θυσία, και μέρος κρέατ' έψηναν και μέρος εσουβλίζαν. τους ξένους άμ' είδαν αυτοί, κίνησαν όλοι ομάδι, με ασπασμούς τους δέχθηκαν, τους είπαν να καθίσουν• 35 και πρώτος ο Πεισίστρατος πλησιάζει ο Νεστορίδης, τα χέρια σφίγγει και των δυο, 'ς την τράπεζα τους φέρει, και εις ταις προβιαίς ταις μαλακαίς, 'ς τον άμμο, τους καθίζει, του Θρασυμήδη, του αδελφού, και του πατρός, 'ς τη μέση. και από τα σπλάχνα δίδει τους μερίδαις και γεμίζει 40 χρυσό ποτήρι με κρασί, και χαιρετώντας λέγει της Αθηνάς, της θηγατρός του αιγιδοφόρου Δία•

Ότι αι τρεις, κρατούμενοι εκ των χειρών, ίσταντο έμπροσθέν της, και της εζήτουν θωπείας, ασπασμούς και φιλεύματα. Αίφνης, τα πρόσωπά των, αλλοιωθέντα, δεν ωμοίαζον πλέον ως των τριών θυγατέρων της, αλλά προσέλαβαν όλους τους χαρακτήρας των τριών εκείνων κορασίων, των πνιγμένων, και, ως κομβολόγιον εκρεμάσθησαν αίφνης από τον λαιμόν της.

Η ημετέρα Ιωάννα συνείθιζεν ως οι αρχαίοι Αθηναίοι να εκτελή όσα απεφάσιζεν άνευ αναβολής· αλλά τότε ευρέθη κατά πρώτην φοράν εις μεγάλην αμηχανίαν, μάτην ζητούσα να εύρη πως ηδύνατο, Πάπας ούσα, να τείνη εις τους ασπασμούς του αθώου εκείνου νεανίσκου άλλο τι πλην των σανδαλίων της.

Δεν ειμπορώ να της ομιλήσω κ' εγώ από την κλειδότρυπα; είπεν ο Σκούντας. — Δύσκολον πράγμα ζητείς... Και τι θα της είπης; — Θα της είπω... ασπασμούς από την οικογένειάν της, είπεν ο Σκούντας. — Της τους λέγω εγώ, είπεν η Βεάτη. Δεν ειμπορώ να σ' ανεβάσω εκεί επάνω χωρίς σκάνδαλον. — Και πού είνε το δωμάτιόν της; ηρώτησεν εκ νέου ο Σκούντας, νεύων σηγχρόνως διά των οφθαλμών.

Πόσαι οικογενειακαί θαλίαι είχον τελεσθή το πάλαι υπό τους βαθυφύλλους κλάδους της, πόσα άκακα ερωτικά ζεύγη είχον εύρη ποτέ καταφύγιον εις την σκιάν της. Και είτα εις τον Άγ. Ηλίαν και εις τον Άγ. Όλα ευωδίαζον άνοιξιν και απλότητα και χαράν. Εκεί έστεκεν ο Γιάννης, και ήκουε γελών τα υπαγορεύματα των γυναικών, τας απηχήσεις και τους &ασπασμούς& του παπά.

»Όταν ανακτήσης την Λίγειαν, γράψε μου το: Είδα εν ονείρω την Λίγειαν επί των γονάτων σου, επιζητούσαν τους ασπασμούς σου. Κατόρθωσον όπως τούτο αποδειχθή πραγματικόν όνειρον. Είθε να μη υπάρχουν νέφη εις τον ουρανόν σου, και αν υπάρχουν, ας έχουν τα χρώμα και το άρωμα των ρόδων

ΦΟΡΤΙΜΠΡΑΣ Πήγαινε, λοχαγέ, τους ασπασμούς μου φέρε του Βασιλέως των Δανών, και ανάγγειλέ του ότι θα λάβη ο Φορτιμπράς, όπως του εδόθη υπόσχεσις, την άδειαν να περάση μέσα από το κράτος του. Γνωστός σας είναι ο τόπος της συγκεντρώσεως, και αν ζητήση ο Βασιλέας να ομιλήση μ' εμάς, θα του παρουσιασθούμε, ως έχομε το χρέος· τούτο ανάγγειλέ του. ΛΟΧΑΓΟΣ Κύριε, θα γίνη.

Ο ήλιος έκλινε προς την δύσιν, και από μιας ώρας ήδη είχον δώσει και λάβει εναλλάξ πολλούς αδελφικούς ασπασμούς εις τα χείλη της φλάσκας, ήτις ήτο τετραόκαδος και είχε κομισθή αρτίως εκ της πολίχνης πλήρης μοσχάτου.