United States or Iraq ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το φέρνουμε στη μέση αυτό το ζήτημα τώρα που έτυχε αφορμή, επειδή έχει μεγάλη, πολύ μεγαλήτερη σημασία παρ' ό,τι του δίνει ο κόσμος. Εκείνο ίσια ίσια που οι χρονογράφοι το παρασταίνουν ως είδος αδυναμία , είταν η μεγαλήτερη δύναμή μας , που είχε δηλαδή το Ταμείο χρήματα να πλερώνη τους Ούννους.

Ο Κρέων για τούτους ο ίδιος, όσον εσύ και αν με παραγνωρίζεις, θα ’μαι. ΧΟΡΟΣ Άνασσα, τον Οιδίποδα γιατί βραδύνεις να πάρης στο παλάτι μέσα να πραΰνης; ΙΟΚΑΣΤΗ Θα τόνε πάρω βέβαια, αφού όμως μάθω, ποια η αιτία που μάλωσεν ο Κρέων μαζί του. ΧΟΡΟΣ Μιά υποψία αμφίβολη στη μέση ερρίχθη. Και πάντα βλάφτει η ψεύτικη κατηγόρια. ΙΟΚΑΣΤΗ Και οι δυό σε τούτο εφταίξανε; ΧΟΡΟΣ Ναι. ΙΟΚΑΣΤΗ Ο λόγος;

Και εις το καράβι ανέβηκα και των συντρόφων είπα να λύσουν τα πρυμόσχοινα και ν' αναιβούν• κ' εκείνοι εμπήκαν και αραδιάσθηκαν ευθύς εις ταις σανίδαις, και την λευκή την θάλσσα με τα κουπιά βροντούσαν. 180 και ότε εις τον τόπο φθάσαμεν, οπού μακράν δεν ήταν, εις άκραν σπήλαιον είδαμε, 'ς το χείλος της θαλάσσης, υψηλό, δαφνοσκέπαστο κει μέσα εξενυκτούσαν κοπάδια, γιδοπρόβατα πολλά, και αυλήν τριγύρω υψηλήν είχεν εις χωσταίς πέτραις βαθειά κτισμένην, 185 κ' υψηλοφούντωτα ιδρυά, πεύκ' υψηλοί, την φράζαν. άνδρας θεόρατος αυτού ξενύκταε, 'που βοσκούσε τα ποίμνια μόνος ξέμακρα, ουδ' έσμιγε με άλλους, αλλ' έτρεφεν ανάμερα κάθε ανομιάτον νου του. τι θαύμα ήταν θεόρατον, ουδέ των σιτοφάγων 190 ώμοιαζε ανδρών, αλλ' ώμοιαζεν ως κορυφή λογγώδης, 'που υψόνεται ολομόναχητην μέση απ' άλλα όρη.

Αυτά 'πε, και ο Τηλέμαχοςτον κλήδονα εχάρη• 35 και αμ' εσηκώθη, πρόθυμος να πάρη ευθύς τον λόγο, 'ς την μέση τους• και του 'βαλε το σκήπτρον εις το χέρι ο κήρυκας Πεισήνορας, γνώσες και νου γεμάτος. και προς τον γέρον έστρεψε τον λόγο πρώτα κ' είπε•

το μέγα δώμα το υψηλόν έτσι εσυντρώγαν όλοι, 15 οι γείτονες κ' οι συγγενείς του ενδόξου Μενελάου, τερπόμενοι, και ανάμεσα κιθάριζεν ο θείος ο αοιδός, και ως άρχιζεν εκείνος το τραγούδι, δυο χορευταίςτην μέση τους πηδούσαν κ' εγυρίζαν.

Και τέλειονε το κέντημα, το χιλιοξομπλιασμένο, Κεντώντας πόλη κάτασπρη κοντά σε περιγιάλι, Με μάρμαρα πελεκητά και χρυσοσκαλισμένα, Και στην κορφή πανέμορφο βασιλικό παλάτι, Οπού έχει μέσα βασιλιά κι’ απανωθιώ σημαία Γαλάζια-καταγάλαζια, μ’ άσπρο Σταυρό στη μέση, Και μες στη μέση του Σταυρού κορώνα στουροφόρα.... Κι’ αντίκρυ από του Βασιλιά το κάτασπρο παλάτι, Κένταγε βράχον ένδοξο, περίφανο, μεγάλον, Από τον ήλιο κόκκινο κι’ από τα χρόνια μαύρο, Και στην κορφή τον ξακουστό και θείον Παρθενώνα, Της Τέχνης άγιο λείψανο, του Ωραίου άγιο βήμα, Προσκυνητάρι σεβαστό του κόσμου πέρα ως πέρα.

Ο ένας σίφουνας ψιλός, καμαρωτός σαν προβοσκίδα ελέφαντα, μαύρος εκρεμόταν στα νερά και ακίνητος. Ο άλλος χοντρός, ολόισος, εκόπηκεν άξαφνα στη μέση σαν καπνοκολώνα, εσκόρπισε χίλια σύψαλα η βάσις του και απόμεινε γλωσσίδι πολύκροσσο κρεμάμενος από τα σύγνεφα.

Έλεγαν πως είτανε μάγος, γιατί είχε πάντοτε στην τζέπη του ένα γυαλί, μα την αλήθεια! ένα παράξενο γυαλί, χοντρό στη μέση και στις άκρες ψιλό, ξεστρογγυλωμένο με τέχνη, λαμπερό και πολυδουλεμένο. Ο μάγος με το γυαλί του προσπαθούσε να διή τους μικροπολίτες. Έβαζε το γυαλί και δος του κοίταζε όσο μπορούσε. Αχ! τι παράδοξο πράμα που ακουλούθησε τότες! Τι πρωτάκουστο ιστορικό!

Τους είδε να κοιμούνται, τους ανεγνώρισε, και τρομαγμένος μην ξυπνήση ξαφνικά ο Τριστάνος, τώβαλε στα πόδια. Έφυγε μέχρι το Τινταγκέλ, δυο λεύγες μακρυά, ανέβη τα σκαλιά της Βασιλικής σάλλας και ηύρε το Βασιληά που προήδρευε σε κάποια δίκη, στη μέση των συναθρισμένων υποτελών του.

Κι' όταν σε λίγο φτάσανε σιμά στα διο τ' ασκέρια, τότες ξεπέζεψαν στη γης που θρέφει κάθε πλάσμα, 265 και μες στη μέση πρόβαιναν των Αχαιών και Τρώων. Τότ' όρθιος τ' Άργους μονομιάς σηκώθηκε ο αφέντης, όρθιος και του Λαέρτη ο γιος.