United States or Iceland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ότε μετά τοσαύτας συγκινήσεις έμεινε τέλος μόνη η Ιωάννα εις τον απέραντον παπικόν κοιτώνα, τον τοσούτον ήρεμον, μεγαλοπρεπή και ευώδη, μάτην εζήτησεν ύπνον επί της πορφυράς αυτής κλίνης, ήτις ωμοίαζε βωμόν ανεγερθέντα εις τον Μορφέα. Η λύπη, η χαρά και ο καφφές την αυτήν έχουσιν επί των βλεφάρων ενέργειαν.

Ο μαΐστρος είχεν επαναρχίσει. Βροχή χιονώδης εσχηματίσθη περί την Ζαγοράν, ήτις προβαίνουσα ως πυκνός μελανόφαιος καπνός κατεκάλυψε την Σκίαθον εν τω χιονοστροβίλω. Αι νιφάδες έφθανον ψυχραί, παγωμέναι, εις το στυγνόν πρόσωπον του δεκατιστού, τον οποίον εις μάτην εκάλει ο ερημίτης να μη ανησυχή.

Προσκληθείς παρά των εν Κομποτάδαις συσκεπτομένων στρατηγών όπως συνεκστρατεύση, άπαξ, δις και τρις απεποιήθη και έμεινεν αμετάτρεπτος απέναντι των παραστάσεων και των δεήσεων του Γεωργίου Δεσποτοπούλου, του Δημητρίου Καλύβα και του Βακογιάννου, αποσταλέντων προς αυτόν ίνα διά παντός μέσου εξεγείρωσι την αναλγησίαν και ηλεκτρίσωσι τον πατριωτισμόν του. Μάτην.

Αλλ' εις μάτην. — Κατάρα! έκραξεν ο νομιζόμενος Μάχτος, και ήτο η πρώτη φορά καθ' ην εξέφερε φωνήν χωρίς να μεταπλάση ή να παραποιήση αυτήν. — Δεν ομοιάζει με την φωνήν του Μάχτου! εσκέφθη η Αϊμά. Αλλ' όμως εξηκολούθει να πιστεύη ότι ήτο ο Μάχτος. Ο άγνωστος ελύσσα. Προσεπάθει εις μάτην να συντρίψη το κλείθρον εκείνο. — Τώρα, είπε, τώρα τι να κάμω;

Κατ’ άλλους πάλιν το θαύμα ανεβλήθη μέχρι της επιούσης πρωίας, καθ' ην μάτην επερίμενον οι κάτοικοι της αιωνίου πόλεως το άστρον της ημέρας• ώστε η νυξ εκείνη υπήρξε τριπλή, ως ότε ο Ζευς εφύτευσε τον Ηρακλήν αλλ' αμφιβάλλω αν εύρεν αυτήν μακράν η Ιωάννα, διότι κατά τον Σολομώντα: «Ά δ η ς κ α ι π υ ρ κ α ι έ ρ ω ς γ υ ν α ι κ ό ς ο ύ μ η ε ί π ω σ ι ν α ρ κ ε ί».

Είπε μόνος του : «δεν είνε τίποτα, είνε ο άνεμος μέσα εις το τζάκι ή το κάτω κάτω ένας ποντικός που τρέχει εις το πάτωμα», ή το περισσότερον : «είνε αναμφιβόλως απλούστατα η κραυγή ενός γρύλου». Ναι: έκαμε τα αδύνατα των αδυνάτων να λάβη θάρρος με τοιαύτας υποθέσεις. Αλλ' απέβησαν εις μάτην.

Τότε δε έμελλον να ζητώσιν Αυτόν και να ζητώσιν Αυτόν, όχι όπως τώρα με εχθρικούς σκοπούς, αλλ' εν όλη τη αγωνία της τύψεως και της αισχύνης· αλλ' η ζήτησίς των θα ήτο εις μάτην. Οι εχθροί Του δεν ηδυνήθησαν να εννοήσωσι τον υπαινιγμόν. Εν ταις τρομεραίς ημέραις αίτινες έμελλον να έλθωσι θα τον ενόουν λίαν καλώς.

Αλλά παρήλθε ταχέως, και το κενόν εξετάθη πάλιν παρελθούσης αυτής. Ο νέος έμεινε κεχηνώς, άναυδος, τεθαμβωμένος. Εψιθύρισε γλυκυτάτην τινά λέξιν, ήτις τω εφάνη ως φθόγγος υπερφυούς οργάνου. Την λέξιν ταύτην ουδέποτε ήθελε τολμήσει ο Μάχτος να προφέρη, αν ήτο εγρηγορώς. Αλλ' εις μάτην. Εκείνη έγεινεν άφαντος. Ο νέος την εκάλει, αλλά δεν ήρχετο πλέον. Ήνοιξε τους οφθαλμούς και ήτο σκότος.

Διά τούτο ο δημογραμματεύς με την πέννα πάντοτε εις χείρας μαθών ότι οι συγγενείς της γραίας Αχτίτσας εις μάτην τον ανεζήτουν έχοντες έτοιμον τον ιερέα να τον στεφανώσωσι μίαν νύκτα, ανέκραξε: — Λάδι πάλιν ο κυρ-Δημάκης!

Εις μάτην άλλη μήτηρ έδιδεν ωσαύτως τον σπόρον εις τον υιόν της να τον φέρη την μεγάλην Παρασκευήν εν τω ναώ, όπως αγιασθή πριν ανοίξη. Ουδεμία κόρη εκλάδονεν .