United States or Falkland Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μέσα στων σταφυλιών το αίμα θε να πλύνουν τη στολή τους. Άγγελοι θα τους βρέξουνε τα πόδια τους με λάδι μυρωμένο, γιατί αφίκανε τα ίχνη τους στον δρόμο τον ευλογημένο! Μέσα μου κάτι λυγάει, σαν ένα τόξο χρυσό. Στην κόρδα δίνει περισσό σκούντημα η σαγίτα για να τρέξη. Στου ουρανού τα πλάτια, σαν μετέωρο να φέξη λες η ψυχή μου λαχταράει. ΜΑΝΝΑ. Του κρόκκου το άρωμα ευωδιάζει η πνοή του. . .

Κ' εγώ, ετούτο, δείχνονταςαυτήν, το φόρεμά μου, εύρισκα πρόφασιν να ειπώ• για ιδές, νοικοκυρά μου, πολύ το παραξήλωσες! ΘΕΡΑΠΩΝ Αυτός ο λύχνος σβύνει• δεν έχει λάδι. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Γιατί αυτόν που τόσο λάδι πίνει να πας, μωρέ, ν' ανάψης; Έλα κοντά να κλάψης! ΘΕΡΑΠΩΝ Γιατί λοιπόν; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Γιατί παχύ φυτίλι έχεις βάλει!

Ηθέλησε να εξέλθη από το στασίδι και να ομιλήση προς εκείνην. Αλλ' ο μπάρμπα-Γιωργός τον εκράτησεν από τα ράσσον ψιθυρίζων:. — Μη, παπά-Κονόμε! Μη! θα σ' πάρη τη μιλιά... Η λευκοφόρος κόρη έλαβε τότε το λαδικόν και έκαμε κινήσεις πως γεμίζει λάδι τας κανδήλας και κατόπιν επήγεν εις το Άγιον Βήμα. — Μη, παπά-Κονόμε! Μη! έλεγε πάντοτε έντρομος ο Μπάρμπα-Γιωργός προς τον ιερέα.

Ογλήγορα τα χρήματα, έλεγε κ' εκτύπα τους δειλαίους μοναχούς ωχρούς και αφώνους προ του απροσδοκήτου θεάματος. — Πήγαινετο μαγειριό, Θανάση, να ετοιμάσης το λάδι. Είπε προς τον γνωστόν μας νεαρόν ληστήν ο αρχηγός, βλέπων ότι οι μοναχοί έμενον άναυδοι. Σιγή φοβερά επηκολούθησεν.

Και παίρνει κι' ακουμπάει σταμνιά με μέλι και με λάδι 170 στο νεκροκράβατο. Έπειτα βαρβάτα τέσσερα άτια ρήχνει στενάζοντας βαριά μες στο σωρό των ξύλων. Εννιά 'χε ο βασιλιάς λαμπρούς του τραπεζιού του σκύλους· διο κι' από δάφτους έσφαξε.

Κι' οι σκλάβες σαν τον έπλυναν κι' αλείψανε με λάδι, 587 τον τύλιξαν μες στο σκουτί και στ' ώριο πανωφόρι· και τότε αφτός τον σήκωσε κι' απίθωσε στο στρώμα, κι' οι παραγιοί τον έβαλαν κι' οι διο μαζί στο κάρο. 590 Τότε έσπασε στα κλάματα και του Πατρόκλου κράζει. «Μη μου χολιάσεις, Πάτροκλε, σα μάθεις μες στον Άδη πως τώρα στον πατέρα του πάει ο φονιάς σου πίσω, τι έλαβα δίκια ξαγορά.

Εξεκίνησεν η μικρά πομπή, προπεμπομένη από το παθητικόν πλούσιον μυρολόγι της υψηλοσώμου κόρης Πλουσίας, και την στιγμήν εκείνην, επάνω εις το ηλιακωτόν της γείτονος οικίας εφάνησαν, ως φαντάσματα της ημέρας, ως στήλαι ακίνητοι, να ίστανται δύο γυναίκες· μία μαυροφόρα, και μία με πολίτικην μανδήλαν χρωματιστήν, χρώματος «λαδί». Ήσαν η Κακαβάραινα και η κόρη της η Μελαγχρώ.

Έτσι ε; του είπε αναμπαιχτικά, στεκάμενος αντίκρυ του· δεν δίνεις, χέρι και συ! Τρως το λάδι μου, καταλείς τα κεριά μου, δέχεσαι το θυμίαμα και τα γονατίσματα του φτωχόκοσμου και την ώρα που σε χρειάζεται δεν λες και συ να τον βοηθήσης. Σύντροφος λοιπόν με την τύχη μου και συ· κόντρα και συ!

ΑΝΑΤ. Εφοβούτανε ντεό άνταμ, τι λες; ούλη μέρα κι' ούλη νύκτα εκκλησία του πήγαινασαρακοστή λάδι μπιλέμ ντεν έτρωγειξένο ντίκιο ντεν ήτελεμερμίγκι απάνω ντεν επατούσεέι, λέγε μπακαλούμ. ΛΟΓ. « Αυτός ο Θεός δύναται σε κολάσαι. ΑΝΑΤ. Όχι, όχι, όχι! τεός καλάσειβάι! τεός χωρέσει πες, άνταμτι έκαμες; ουφ. = ουφ. ΛΟΓ. Ναι δη σοι αναγνωστέον ολοσχερές, ίνα γνως την έννοιαν αυτού.

Άλλοι κρατούν κεριά, άλλοι σε κεραμίδες θυμίαμα κι άλλοι λάδι στις μποτιλίτσες τους. Σκύβουν ταπεινά, σταυροκοπούνται, δακρύζουν οι γριές κι όλοι κυττάζουν, ξανακυττάζουν το κόνισμα. Κανείς δεν ξέρει τι άγιος είνε· κανείς δε νοιώθει τι θάμα παρασταίνει.