United States or Slovakia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα ψηλά δένδρα, ανάρηαανάρηα, έστεκαν ασάλευτα μέσα στον άτρεμον αέρα. Περπατούσαμε και δεν ξέραμε πού πάμε. — Πού πάμε; ρώτησα με πνιγμένη φωνή. Δεν ξέρω πού πάμε, μου είπ' ο Άλλος. Η καρδιά μου κτυπάει δυνατά.... Ύστερα σταματήσαμε. Δεν μπορούσαμε να πάμε μπροστά. Τα πόδια μας καρφώθηκαν στο χώμα. Με τα βαρειά βουνά, με τα μεγάλα δένδρα, με τα μαύρα σύννεφα, μείναμε ακίνητοι.

Εις όλους τους θεατάς η πάλη εφαίνετο ότι θα παρετείνετο επί πολύ. Και ο άνθρωπος και το θηρίον, ακίνητοι εις την αγρίαν των πάλην, έμενον ως καρφωμένοι επί του εδάφους. Αίφνης, μυκηθμός υπόκωφος και θρηνώδης ανήλθεν από της κονίστρας. Όλων τα στήθη αφήκαν κραυγήν και πάλιν επήλθε σιγή άκρα.

Θα εκχριστιανίση και τον Άουλον Πλαύτιον, και ως στρατιώται θα ιδρύσωμεν μίαν αποικίαν, αποικίαν χριστιανικήν. — Σε αγαπώ, έλεγεν η Λίγεια. Εκείνος είχε στηρίξει τα χείλη του επί των χειρών της νεάνιδος. Προς στιγμήν δεν ήκουον ειμή τους παλμούς της καρδίας των. Ουδ' ο παραμικρός άνεμος ηκούετο, και αι κυπάρισσοι ήσαν ακίνητοι.

Ομοίως και εις τούτο το ζήτημα, όσον προχωρούμεν ίσως παρουσιασθή κανέν εμπόδιον, και μόνον του μας φανερώση αυτό το οποίον ερευνώμεν, ενώ όταν μένωμεν ακίνητοι δεν θα ιδούμεν τίποτε. Θεαίτητος. Πολύ ορθά ομιλείς, ώστε ας προχωρήσωμεν εις την εξέτασιν. Σωκράτης. Και λοιπόν τούτο δεν θέλει πολλήν σκέψιν. Διότι μία ολόκληρος τέχνη σου λέγει ότι δεν είναι επιστήμη. Θεαίτητος.

Δηλαδή με όποιους νόμους ανατραφούν, όταν αυτοί με κάποιαν θεϊκήν μοίραν μείνουν ακίνητοι εις μακρόν διάστημα, ώστε κανείς να μην ενθυμήται ούτε να ήκουσε ότι άλλοτε ήσαν διαφορετικοί από σήμερον, τότε σέβεται και φοβείται η ψυχή να μετακινήση κάτι τι από τα υπάρχοντα τότε καθεστώτα. Λοιπόν πρέπει έκαστος πολίτης να σκεφθή μέθοδον, πώς να συμβή τούτο με οποιονδήποτε τρόπον εις την πόλιν.

Πόσα αίματα θα χυθούν ακόμη· εψιθύρισε προφήτης η γυναίκα. Πόσα αίματα!...» Ετελείωσεν ο Αξιώτης το διήγημά του και οι σύντροφοι έμειναν ακόμη ακίνητοι σαν ονειροπλανεμένοι. Μερικοί εσταυροκοπήθηκαν άλλοι εστέναξαν βαθειά σαν να εξύπνησε κάτι παρήγορο μέσα τους.

Έπειτα ήσαν τα τρομερά εκείνα πράγματα, οι λίθινοι εκείνοι άνθρωποι, επτά ή οκτώ τον αριθμόν, οίτινες ίσταντο παρ' αλλήλους ακίνητοι και βλοσυροί και ουδέν είχον το φαιδρόν, αλλ' εφαίνοντο αλλόκοτοι την νύκτα. Η Αϊμά ελκυσμένη υπό του φόβου, ως υπό θελγήτρου τινός μυστηριώδους, έλαβε τον λύχνον και επλησίασεν εις τα αγάλματα. Την ημέραν δεν είχε περιεργασθή αυτά.

ΡΩΜΑΙΟΣ Τα χείλη των προσκυνητών οι άγιοι δεν τάχουν; ΙΟΥΛΙΕΤΑ Τα έχουν να προσεύχωνται, προσκυνητά καλέ μου. ΡΩΜΑΙΟΣ Λοιπόν, ω δέσποινα γλυκειά, ό,τι τα χέρια κάμνουν ας κάμουν και τα χείλη μου·την δέησίν των κλίνε! Μην τ' αρνηθής, κι’ απελπισθούν εκεί οπού πιστεύουν. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Οι άγιοι ακίνητοι ακούουν τας δεήσεις. ΡΩΜΑΙΟΣ Μείνε ακίνητη και συ, ενώ εγώ θα παίρνω εκείνο που σου δέομαι.

Συγχρόνως δε οι εν τη πόλει μείναντες Πλαταιείς εξελθόντες προσβάλλουν το μέρος του τείχους το αντίθετον εκείνου διά του οποίου είχαν αναβή οι άνδρες αυτών όπως περισπάσουν την προσοχήν των Πελοποννησίων. Οι εχθροί λοιπόν θορυβηθέντες έμεναν ακίνητοι, ουδείς δ' ετόλμα να αφήση την θέσιν του αγνοών τι να εικάση περί των γινομένων.

Αγνοώ πόσην ώραν ο πατήρ μου κ'εγώ εμένομεν επί του εξώστου σιωπηλοί και ακίνητοι, με τους οφθαλμούς προς το πέλαγος προσηλωμένους. ― Να φύγωμεν, να φύγωμεν, είπεν αίφνης ο πατήρ μου, και εστράφη προς την οικίαν. Εστράφην κ' εγώ και τότε είδα ότι όπισθεν ημών επί του εξώστου ίσταντο η μήτηρ και αι δύο αδελφαί μου και η Ανδριάνα, βλέπουσαι κ' εκείναι εν σιωπή το προ ημών επί της θαλάσσης θέαμα.