United States or Zambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπειτα άρχισα να παίρνω δηνάρια δανεικά· εις τρόπον που χωρίς να απεικάσω ευρέθηκα φορτωμένος από χρέη άπειρα· έχασα το καλόν μου όνομα εις το Σουράτ· κανείς πλέον δεν με επίστευε· και οι χρεοφειλέται μου ανυπόμονοι με έσφιγγαν διά να τους πληρώσω, εις καιρόν που τίποτε δεν είχα.

Του παίρνω τότες και τα φουσεκλίκια κ' εκεί που ξεψύχαε γυρίζω και του λέω: «Ε, ωρέ αγά, πάρτα τώρα εσύ και τα ρύζια και τ' άλογα κι άει κατά διαόλου». Και τ' απαριάζω όλα ουδεκεί στην ερημιά και κάνω μοναχός μου έτσι για τον κατήφορο γλήγορος. — Και τώρα; — Τώρα να σκωθούμε και να φύγουμε. Θα μας γνωρίσουν τ' άλογα και θα λα μας πιάκουν. — Να φύγουμε!

Μήτε με κόρη του παντριές δε θέλω, κι' αν ακόμα παράβγαινε με τη χρυσή στην ομορφιά Αφροδίτη και σε δουλιές κι' αργόχερα θεά Παλλάδα αν είταν, 390 μήτε έτσι δεν την παίρνω εγώ, μον άλλονε ας γυρέψει, όπιος του πάει κι' είναι άρχοντας καλύτερος μου εμένα. Τι δα αν με σώσουν οι θεοί και φτάσω ως στην πατρίδα, ας είναι ο γέρος μου καλά κι' αφτός μου βρίσκει νύφη.

Όχι από φόβο, ποτέ! Τρέχω γοργά στο σπίτι· η Μαριώ έλειπε στο ρέμα. Τόσο καλήτερα. Κόβω τα ρούχα στον ώμο, παίρνω και το κομπόδεμα κάτω από το προσκέφαλο, ρίχνω ένα βλέμμα στο κρεβάτι και χάνομαι σαν κλέφτης. Σκοτεινά έφθασα στον Άγιο Νικόλα, λύνω μια βάρκα και φθάνω στη φρεγάδα. Από τότε φάντασμα η ζωή. Θα μου ειπής δεν μετανόησα; Κ' εγώ δεν ξεύρω να σου αποκριθώ.

Και την αμάχη ο βασιλιάς δεν ξέχανε απ' την ώρα που στη βουλή φοβέρισε τον ξακουστό Αχιλέα, μον τον Ταρθύβη φώναξε και το γοργό Βρυβάδη, 320 που κράχτες του και παραγιούς τους είχε μπιστεμένους «Αμέτε στ' Αχιλέα οι διο, και μέσα απ' την καλύβα πάρτε απ' το χέρι τ' όμορφο και φέρτε μου κορίτσι. Μα αν δεν τη δώσει, ξεκινώ με πιο πολλούς, κι' ατός μου την παίρνω εγώ.

Εν τω μεταξύ η νέα γυνή είχεν αρπάσει από των χειρών της Αϊμάς το κάνεον με τα ενδύματα και έφυγεν. Η παιδίσκη διατελούσα εν σκοτοδίνη δεν ηδυνήθη ναντιστή, ουδ' απεπειράθη τούτο. — Έτσι δα, αρχοντοπούλα γύφτισσα, έκραξε μανιώδης η γυνή. Μου τα πήρες, σου τα παίρνω. Είμεθα ίσα ίσα. — Πώς παίρνεις τα ρούχα; έκραξεν ο ξένος ορμήσας να αρπάση το κάνεον.

Λίγο λίγο ξεφανερώνουνται όλα και ξετρυπώνουν. Γκρέμησε πια τα ντουβάρι. Κάθουμαι και προσμένω στο παλιό μας το σπίτι. Στην Πόλη εκεί κάτω. Εγώ έχω μάτια και βλέπω. Μη φοβάσαι. Τώρα είμαι ήσυχος. Δε θυμώνω. Εδώ χρειάζεται κρύο αίμα και σκέψη. Κρυφά κρυφά όλα τα παρατηρώ ένα ένακαι παίρνω και σημείωση. Θέλει το πράμα συλλογή, πομονή και πονηριά. Μη φοβάσαι.

Το βασιλόπουλο αποκρίθηκε: — Κι' αν είναι μεγάλη γιορτή στο παλάτι μας, με το καλό να ξεφαντώσετε, Κι' αν είναι τρανοί μουσαφιραίοι στο τραπέζι μας, φτάνουνε ο βασιλιάς και η βασίλισσα να τους καλοδεχτούνε. Κι' αν είναι προξενητάδες για τα μένανε, εγώ παίρνω το τουφέκι μου και πάω στη δουλειά μου.

Καταλάβατε τώρα την κουταμάρα μου; Κάθουμαι και φιλονικώ ήσυχα και σοβαρά με τον κ. Σωτηριάδη, σταλιές σταλιές παίρνω το φαρμάκι του, το κοιτάζω και το μετρώ, χωρίς να νοιώσω τι τρέχει. Δεν τρέχει και τίποτα πολύ σπουδαίο να, καταλόγησα μερικά του λαθάκια στη δημοτική, καθώς είδαμε και πιο απάνω πως καλά καλά δεν την ξέρει. Τι είναι αφτό; Τίποτις. Ωςτόσο έφταξε για να μας τα ψάλη ο κ.

Ή τη δική σου τάχα νια για νάχεις στην καλύβα, με θες να κάθουμαι έτσι εγώ μ' εδώ αδιανά τα χέρια κι' αφτή μού λες στον τόπο της ναν τήνε στείλω πίσω; Καλά, αν μου δώσουν τα παιδιά καμιά άλλη ομορφοπούλα, 135 τέτια όπως μου ποθεί η καρδιά, ισάξια αφτής που χάνω· αλλιώς, μονάχος τότε εγώ πηγαίνω και του Αία ή τη δική σου παίρνω νιά, ή του Δυσσέα ακόμα θα πάω να πάρω... κι' έπειτα ας χολοσκάει που πάθει!