United States or Jordan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι συνοικισταί της Ερμουπόλεως, εκριζωθέντες των εστιών των από τον ανεμοστρόβιλον της Επαναστάσεως και μεταφερθέντες επί νέου εδάφους, ηδύναντο δι' αυτό τούτο να μεταβάλωσιν, ευκολώτερον των άλλων Ελλήνων, τα προγονικά ήθη και έθιμα.

Και τότε η ελπίς επέταξε διά πάντοτε, και μία απελπισία κατά το μάλλον και μάλλον οξεία εβασίλευσε θριαμβευτικώς, διότι ήμην πολύ αγανακτημένος, παρατηρήσας ότι έλειπε το μαλακόν στρώμα που τόσον επιμελώς προετοίμασα, και επί πλέον έφθασεν εις τους ρώθωνάς μου η φρικώδης και χαρακτηριστική οσμή του υγρού εδάφους. Το συμπέρασμα επεβάλλετο: δεν ήμην εις το υπόγειόν μου.

Αι ακτίνες της, παίζουσαι με των δένδρων τα φύλλα, εσχημάτιζον μυρίας φαντασιώδεις σκιάς επί του εδάφους όπου εκαθήμην, και τας έβλεπα, και ήκουα τας υλακάς των σκύλων εις τας απεχούσας επαύλεις, και των γρύλλων περί εμέ τον θόρυβον, και τους ηχηρούς των βατράχων κοασμούς.

Περί την Ωραίαν Πύλην ιμάμαι είχον στρώσει ψιάθους και τάπητας επί του εδάφους και γονυπετείς επ' αυτών ανέπεμπον τας αλλοθρόους και βαρβαροφώνους αυτών προσευχάς. Οι θόλοι του ναού αντήχουν εκ των αήθων τούτων φθόγγων, και ήθελε τις νομίσει ότι ακούει μελαγχολικώς επαναλαμβανόμενον εκεί τον στίχον του ψαλμωδού: «ο Θεός, ήλασαν έθνη εις την κληρονομίαν σου, εμίαναν τον ναόν τον άγιόν σου...»

Ο γέρων απέθεσεν επί του εδάφους κλαίουσαν εισέτι την μητέρα μου και υπήγε να μας προμηθεύση τροφήν. Επέστρεψε φέρων μιζύθρας• δεν ηδυνήθη να εύρη άλλο τι, ουδ' επερίσσευε τεμάχιον άρτου καθ' όλην εκείνην των δυστυχών την συνάθροισιν. Με τας μιζύθρας παρηγορήσαμεν την πείναν μας.

»Ταύτα ειπούσα, προέβη ενώπιον των οφθαλμών μου, όλη δι' ενός κινήματος, χωρίς να φαίνεται κινούσα τους πόδας, μηδέ πατούσα επί του εδάφους. Τότε εθάρρησα να τη είπω·Πού βαίνεις, ω θεά; — Εις τον οίκον μου, απήντησεν εκείνη. »Και το μεν πρώτον υπέλαβον ότι έβαινεν εις τον Όλυμπον. Αλλ' ευθύς ύστερον ενόησα ότι οίκον αυτής ενόει την Ακρόπολιν και τον Παρθενώνα.

Ο Ρούντυ, ο οποίος άλλοτε ήτο πάντοτε τολμηρός, ζωηρός και χωρίς συστολήν, εδώ δεν ησθάνετο τον εαυτόν του και τόσον εν ανέσει. Εκινείτο σαν να επατούσε επάνω σε ρεβίθια επί ολισθηρού εδάφους. Πώς περνούσε ο καιρός αργά, πώς περνούσε φρικτά, σαν να ευρίσκετο εις ανθρωποκίνητον Μύλον! Ήθελαν και να περιπατήσουν τώρα. Αλλά και αυτό έγινε με πολλήν νωθρότητα και με πολλήν ανίαν.

Εκεί όπου επί δεκάδας ετών εσείετο η γη, κατά τας θερινάς νύκτας, υπό τας εκρήξεις της ευθυμίας του πλήθους, υπό τους ήχους των χαλκίνων οργάνων και τους κρότους των ράβδων, εφέτος επικρατεί σκότος και ερημία επί εδάφους παραμορφωθέντος, αγνωρίστου.

Πατούντες μετά προφυλάξεως και ολισθαίνοντες επί του υγρού εδάφους έφθασαν εις το βάθος της σκοτεινής κοιλάδος, υπό τας πλατάνους, όπου δεν διέκρινον πλέον την ατραπόν, και δεν ηδύναντο να προβώσι. Μεταξύ των υψηλών τούτων δένδρων έκειτο κτίριόν τι ή μάλλον ερείπιον. Ήτο δε τούτο παλαιός νερόμυλος του μοναστηρίου, διότι δεν είχον εξέλθει εκ της περιοχής.

Κατά τας ποικίλας κυμάνσεις της οδού, σύμφωνα με τα κοιλώματα ή τας προεξοχάς του εδάφους, και κατά τας κινήσεις του οναρίου τας ιδιοτρόπους και πείσμοναςκαθώς εξάνοιγα το πρώτον την δρυν, καθόσον επλησίαζα ή απεμακρυνόμην απ' αυτής, τόσας θέας, απόψεις και φάσεις ελάμβανε το δένδρον.