United States or United Kingdom ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκείνος, υπό το κράτος σφοδράς συγκινήσεως, την ανήγειρε και τείνας την χείρα εψιθύρισε — «Χριστός ανέστηΚαι την ησπάσθη εις το μέτωπον. Εκείνη επανέπεσεν εις τους πόδας του ολολύζουσα . . ΕΙΧΑΝ αναφθή προ ολίγου τα φώτα.

Η Ρηγινιώ εσκέφθη να διερευνίση πάλιν και να εκμεταλλευθή το μίσος του υιού της κατά του Τερερέ και του Στρατή και, διά να τον συγκινήση υπέρ της Πηγής, του διηγήθη όσα υπέφερεν η δυστυχής κόρη χάριν αυτού. Τωόντι δε οι λόγοι της Σαϊτονικολίνας δεν έμειναν χωρίς αποτέλεσμα. Ο Μανώλης έγινε σύννους και εψιθύρισε λόγους απειλητικούς κατά του Τερερέ και του Στρατή.

Όχι, όχι· αποκρίθηκε στενάζοντας ο Περαχώρας· δεν ήρθε ακόμα η ευλογημένη ώρα· πλησιάζει, αλλά δεν ήρθε· έχουμε αλλού εργασία. — Ο φίλος μου έλαβε διαταγή να πάη στου Πέτρου του Θεομίσητου κ' εγώ στου Βασίλη του Ζάρακα· είπε βιαστικά ο Γκενεβέζος. — Ναι· είπε κι ο Περαχώρας μαντεύοντας το ξάφνισμά του. Έχουν, βλέπετε, κ' εκείνοι τη σημασία τους. — Σημασία! εψιθύρισε αφαιρεμένος ο Αριστόδημος.

Ο Παπαθεοδωρακόπουλος εζαλίσθη διά την ερώτησιν αυτήν του γέροντος, εις το απότομον και τον τόνον της οποίας εύρισκε κάποιον δισταγμόν διά την καταγωγήν του, διά τους λόγους του, διά την πατρίδα του, δι' όλα. — Απ' τον κάμπο της Γαστούνης· εψιθύρισε τέλος. — Ντόπιος ή ερχάμενος; — Ντόπιος. . . — Μπρε!. .

Και μετά δισταγμού και φόβου εμβλέπων προς αυτήν και προς το βάρος της, διά νευμάτων, σαν να εζήτει να μάθη τον χρόνον του τοκετού, εψιθύρισε κατ' ιδίαν μασσημένους λόγους: — Έχει γούστο εις την τόση χαρά μου για το ταξείδι, να μου παρουσιασθούν και γεννητούρια, και ν' απομείνη ο Μιστόκλης με της εικόνες στα χέρια!

Συζήτηση για τούτο και για κείνο δε θέλει. Και τόνομα των παππούδων του ακόμα δεν το πιάνει στο στόμα, παρά σαν είνε να τον συντρέξη στο σκοπό του. — Αλήθεια· εψιθύρισε ο Χαγάνος συλλογισμένος.

— Α! είδες; απολαμβάνει η κυρία Περδίκη λησμόνησα να σου δώσω δύο γράμματα . . . — Φέρ' τα μίαν στιγμήν, Ασπασία· επάνω εις το τραπεζάκι τα έβαλα. Η δεσποινίς Περδίκη εκτελεί την μητρικήν παραγγελίαν, και απέρχεται κατόπιν εις το δωμάτιόν της ίνα συγυρισθή, αφού προηγουμένως εσφράγισε διά τρυφεροτάτου φιλήματος την πατρικήν παρειάν, κ' εψιθύρισε σιγά εις το ους του πατρός της·

Καλώς ταδέχθης, της είπε μειδιών. «Καλώς ταδέχθη» αυτή! και από ποίον επερίμενε τίποτε; — Έλαβα ένα γράμμα διά σε, Αχτίτσα, προσέθηκεν ο γέρων ιερεύς, τινάσσων την χιόνα από το ράσον και το σάλι του. — Ορίστε, δέσποτα! Και μακάρι έχω τη φωτιά, εψιθύρισε προς εαυτήν, ή το γλυκό και το ρακί να τον φιλέψω; Ο ιερεύς ανέβη την τετράβαθμον κλίμακα και ελθών εκάθισεν επί του σκαμνίου.

Τώρα που θα γείνωμεν πλούσιοι, δεν έχεις πλέον ανάγκην να ράπτεις, επανέλαβεν ο σύζυγος μειδιών. Αλλά το βεβιασμένον αυτού μειδίαμα εφαίνετο θέλον αυτόν μάλλον να φαιδρύνη ή την σύζυγόν του. — Πλούσιοι! εψιθύρισε μόλις ακουομένη η Σοφία, και παραιτούσα αίφνης την εργασίαν της.

Ο Αστρονόμος έσκυψε προς τον παρακαθήμενον και του εψιθύρισε: — Δεν έχει τη φωνή του τράου; Ο μόνος όστις δεν εφρόντισε πολύ να κρύψη το μειδίαμά του ήτο ο Τερερές. Αλλ' εις το πείσμα του ο παπάς είπεν ότι ο Μανώλης είχε πολύ καλήν φωνήν και, αν ήξευρε γράμματα, θα εγίνετο λαμπρός ψάλτης.