United States or Japan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε λέγει της η Μεδινά· ω τι θαυμαστή διήγησις, αδελφή μου. Απεκρίθη η Χαλιμά· ήξευρε ότι η ακόλουθος διήγησις είνε πολύ θαυμασιωτέρα· και αν ο βασιλεύς με αφήση να ζήσω ακόμη σήμερον, την ερχομένην ημέραν θέλω σου διηγηθή και το επίλοιπον με το θέλημά του.

Ήξευρε το λοιπόν ακόμη, ακολούθησεν ο Χότζας, ότι εδώ εις τούτην την χώραν είναι πολλοί άνθρωποι που επιθυμούν να γένουν χουλάδες εις τέτοιες περίστασες, και χωρίς πολλήν πληρωμήν· μα ο νοικοκύρης αγαπά καλλίτερον ετούτος ο χουλάς να είνε ξένος· διατί τέτοια πράγματα πρέπει να γίνωνται πολύ μυστικά· όθεν ο Μουζαφέρ σε εδιάλεξεν εσένα.

Έρωτας ο διπρόσωπος που κατά την περίστασι δείχνει μας στον κόσμο με αγγέλου φτερά ή με δαιμόνου νύχια, που μας υψώνει στον Όλυμπο ή μας γκρεμίζει στα Τάρταρα, αυτός παντοδύναμος τόρα έπαιζε στα χέρια την ψυχή του φίλου και την έκανε Μέδουσα. Αγαπούσε κ' εκείνος από τότε το Σμαρώ και ήξευρε τις ιδέες που βασιλεύουν δεσπότες τύρανοι στο νησί μας.

Ημείς δεν αμφιβάλλομεν πλέον, ότι εσύ είσαι υιός του Μασούδ, και χαίρου με κάθε σου αγαλλίασιν την αγαπημένην σου γυναίκα, και σε παρακαλούμεν να μας συμπαθήσης διά τα όσα σου εκάμαμεν. Ο Κουλούφ δεν ήξευρε τι να αποκριθή εις εκείνο που ήκουσεν.

Τα πόδια τους αρπάγια εγάτζωναν το σχοινί· τα χέρια τους μάγγανο έσφιγγαν τη σταύρωση και η ψυχή αδάμαστη μέσα τους, εξάναβε τον θυμό και την καταφρόνια του σύμπαντος. Στράλι δεν έμεινε πουθενά. Τις γάμπιες μόνον, τον τρίγκο και τους φλόκους είχαμε ακόμη ανοιχτούς· μα ήσαν αρκετά για να μας σύρουν στον όλεθρο. Τα μπάρκο έτρεχεν ακόμη θεόστραβο στη στράτα του. Ποια στράτα; Κανείς δεν ήξευρε.

Έπειτα μου λέγει εκείνος ο αυθέντης μου· Σεβάχ εις το εξής έχε την ελευθερίαν σου· ήξευρε πως σε έχω διά ίδιον μου υιόν διότι είσαι πρόξενος της τοσαύτης μου ευτυχίας, ότι εις το εξής και εγώ και οι κληρονόμοι και διάδοχοί μου, χωρίς κίνδυνον θέλουν κερδίσει μεγάλους θησαυρούς από τα δόντια των Ελεφάντων, ευρίσκοντές τα έτοιμα εις εκείνο το κοιμητήριον, που έως τώρα με κίνδυνον της ζωής μας και αφανισμόν των σκλάβων μας εσυνάζαμεν το εκατοστόν μέρος από όσα εύρομεν τώρα· όθεν είνε πράγμα δίκαιον να λάβης το ήμισυ μερίδιον από τα όσα μας δώσει η τούτων πώλησις, που μετ' ολίγας ημέρας θέλουν έλθει τα καράβια με τους πραγματευτάς, που τα αγοράζουσιν όλα κάθε χρόνον.

Λέγει της ο άνδρας· δεν ημπορώ να σε ευχαριστήσω· ήξευρε μόνον ότι γελώ δι' εκείνα που ο γάιδαρος είπε του βοϊδιού, αλλά το επίλοιπον δεν ημπορώ να το ειπώ, διότι είναι κρυφόν. Λέγει του η γυναίκα· και ποίος σε εμποδίζει να μου φανερώσης ένα τέτοιον κρυφόν; Της απεκρίθη ο άνδρας· γνώριζε, ότι κινδυνεύει η ζωή μου.

Ήξευρε ότι εγώ δεν είμαι μία σκλάβα της Τζελίκας, καθώς με φαντάζεσαι, μα είμαι αυτή η ιδία βασιλοπούλα Τζελίκα· την νύκτα, που ήλθες εις τον χοντζερέ μου, απέρασα ως Καλεκάρη, και η Καλεκάρη απέρασεν ως Τζελίκα, και αυτό ηθέλησα να το κάμω διά περισσοτέραν περιδιάβασίν μου.

Κ' υψών είτα ένδον τον λογισμόν του, εκραύγασεν εν εαυτώ: — Αρχή άντρα ρίχνει! Ήξευρε και ρητά, βλέπετε, και μετεμόρφωνεν αυτά με την πευκίσιαν γλώσσαν του πολύ σωστά. Καλλίτερα και από το πρωτότυπον, αν συγκρίνωμεν το παρηλλαγμένον ούτω ρητόν του ποιμένος προς την σύγχρονον πολιτικήν μας κατάστασιν. Πευκίσιο μυαλόκαταλαμβάνετεόλο ευωδία και δροσιά . . .

Θέλω να την αφήσω όλως διόλου. Σου είμαι διττώς ευγνώμων πρώτον διότι δεν εδέχθης την Ευνίκην και δεύτερον διότι με απήλλαξες της Χρυσοθέμιδος. Άκουσέ με καλά, βλέπεις ενώπιον σου ένα άνθρωπον, όστις ηγείρετο λίαν πρωί, ελούετο, είχε την Χρυσόθεμιν, έγραφε σατύρας, αλλ' όμως υπέφερεν από αυτήν, όπως ο Καίσαρ, και πολλάκις δεν ήξευρε πώς να αποδιώξη τας θλιβεράς ιδέας του.