United States or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ίσια κοντά μου ζυγώνει η αθεόφοβη! Τουρτούριζε το σιαγόνι μου από το σύγκρυο. Ήρθε κι ακκούμπησε στα κάγκελα του ηλιακού πλάγι μου. Έτρεμα και πήγαινα. Στέγνωνε ο λαιμός μου, κ' ένας βώλος μου την έπνιγε την καρδιά μου. — Βλέπεις τι όμορφη που είναι η Πόλη μας; γυρίζει και μου κάνει με μάτια που γλυκαστράφτανε. Να γείνης Πολίτης και συ. — Είμαι Πολίτης, έκαμα καρδιά και της είπα.

Μας βλέπει, λέει, από τα παράθυρά του και μας χαίρεται, γιατί έχομε πολλά παιδιά και καλή καρδιά, και ζούμε χαρούμενοι και διασκεδάζομε . . . Κάνομε λιγάκι ανησυχία καμμιά φορά, μα δεν τον πειράζει, λέει . . . η γυναίκα του μας καμαρόνει . . . — δεν έχει, ξεύρεις, παιδί η καϋμένη. . . . Τι έλεγα; . . . α ναι το λοιπόν, μας λυπήθηκε, λέει, εμένα και σένα, να μας βλέπη έτσι να δουλεύωμε όλη μέρα, και του ήρθε, λέει, η ιδέα να μας κάμη ευτυχισμένους.

Κι από το πολύ του το βάρος το κομμάτιασαν και το κουβάλησαν. Τέλος άρχισε στα γερά η πολιορκία του Πειραιά. Μας τα λέγουν οι ιστορικοί τα καμώματα και τα παθήματα του χρόνου εκείνου. Μας δηγούνται πόσο στενοχωρέθηκε ο περήφανος ο Ρωμαίος όταν του ήρθε βοήθεια του Αρχέλαου από το Μιθριδάτη, και τι κακό θα τον έβρισκε τότες αν πέφτανε Στερεοελλαδίτες και Πελοποννήσιοι καταπάνω του.

Κατεβαίνοντας κοιτάζω δυο ασπριδερά πράματα κάτω κάτω. Μου ήρθε ζάλη, και θάπεφτα δίχως άλλο, μόνο που πιάστηκα απ' έν' αγριόκλαδο. Σιγά σιγά φτάνω κάτω, με χέρια ματωμένα, φορέματα ξεσκισμένα, καρδιά μαύρη και σκοτεινή. Δεν το πίστευα πως είταν η Χριστίνα εκείνη, με το μικρό της σφιγμένο ακόμα στην αγκαλιά της.

Μ' αφτό στα χέρια ο δυνατός πετούσε Αργοσκοτώστης, 345 και στον Ελλήσποντο κοντά σαν ήρθε και στον κάμπο πιάνει το δρόμο, μιάζοντας παλικαράκι αρχόντου πρωτόχνουδο, που η πιο γλυκιά τ' ανθοστολίζει νιότη. Κι' οι γέροι οι διο σαν τράβηξαν παρέκει απ' το μεγάλο του Ίλου μνήμα, σταματούν τα ζα ναν τα ποτίσουν 350 στο ρέμα· τι είχε πια στη γης και πέσει το σκοτάδι.

Ένας μαθητής μου μια μέρα ήρθε να με βρη και τον έβλεπα σα ζεματισμένο. «Δεν αξίζει τον κόπο, με λέει, να κάμη κανείς ετυμολογικό Γλωσσάριο της νεοελληνικής, γιατί αμέσως φαίνεται η παραγωγή κάθε λέξης και πολλή δουλειά δε θέλει να την ετυμολογήσουμε. Πού είναι οι λατινικές γλώσσες!

Εις τούτην την διήγησιν ο βασιλεύς έμεινε σκοτισμένος, και ευθύς έκραξε τον Βελή, διά να έλθη εμπροσtά του, τον οποίον αφού ήρθε τον επρόσταξε διά να φάγη από εκείνα τα φαγητά· αλλ' ο Βελής επροφασίσθη πως δεν επεινούσεν. Αν δεν φας τούτην την στιγμήν, του είπεν ο βασιλεύς, το κεφάλι σου θέλει είνε χαμένον.

Εσύ σαι που το λες!... Πέρασε κ' η μέρα, ήρθε κι η νύχτα, ξαναμαύρισε η αντάρα, ξανάρθε κι η άλλη αυγή, ματάσπρισες ματαμαύρισε και τ' όριο μας διαολοκούναγε. Τρέμαμε σα γύφτοι, τρόμος με πιάνει τόρα που τα μολογάω. Μας άρχισε και τους δυο η πείνα. Μαϊδέ τρεψόμυχα στο στόμα μας. Κόλλησε το λαρύγκι μας, σκύβαμε, πίναμε νερό, αλλά με νερό βαστιέται ο άνθρωπος; Κάμαμε πέντε μερούλες εκεί μέσα.

Κι αν ημπορούσα δα κ' εγώ να την καταφρονέσω, καθόλου δε θα μ' έμελε κι όλα καλά θε νάταν. Μα εγώ είμαι στην αγάπη της πιστάγκωνα δεμένος και μήτε βρίσκω γιατρικό στον άτυχο έρωτά μου. Ξέρω πως όταν άλλοτε κι ο συνομήλικός μου ο Σίμος ερωτεύτηκε μια τέτοια ψεύτρα κόρη, ταξίδεψε στην ξενιτειά και γιατρεμμένος ήρθε.

Χορέβανε, γελούσανε, διασκεδάζανε, λαλούσανε για χίλια δυο πράματα, και φυσικά, όπως τυχαίνει στους χορούς και στους σουαρέδες, μεγάλα πράματα δε λέγανε. Να πω την αλήθεια, με πήρε βαριομάρα τρομερή, μου ήρθε μάλιστα και πλήξη.