United States or Cayman Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αναμεταξύ εις ταύτα τα λόγια, με έπιασεν από το χέρι και εις μίαν στιγμήν καιρού ευρέθημεν επάνω εις το δώμα του σπιτιού· και τότε με αγκάλιασε, με εφίλησε και ευχαριστώντας με διά την αγάπην οπού προς αυτήν έλαβα μου εφανέρωσε τον τόπον, οπού εις το εξής ημπορώ να έχω είδησιν περί αυτής, και ούτως ευθύς έγιναν άφαντος.

Ετούτη η είδησις με έκαμε διά να αποφασίσω το γληγορότερον να γυρίσω εις το Μουσούλ. Έλαβα θέλημα από τον Μουφάκ πενθερόν μου, και παίρνοντάς την γυναίκα μου ομού με πολλούς ανθρώπους διά φύλαξιν, εμίσευσα διά το Μουσούλ.

Ο βασιλεύς ο πατήρ μου, η μητέρα μου η βασίλισσα, όλοι οι κάτοικοι της πόλεως και όλος ο λαός του βασιλείου ήσαν ειδωλολάτραι και μάγοι και εγώ αν και που εγεννήθην από γονείς ειδωλολάτρας έλαβα όμως καλήν τύχην, διότι όντας νέον παιδίον, ο πατήρ μου διώρισεν μίαν δούλην γραίαν διά να με κυβερνά και να με ανατρέφη· αυτή ήτο καλή Μουσουλμάνα και με εδίδαξε κρυφίως όλο το βιβλίον του προφήτου, πώς να διαβάζω και πώς να προσεύχωμαι· και μετά τον θάνατόν της εγώ εφύλαξα ότι με εδίδαξεν απαράλλακτα.

Και με σταθερότητα σε βεβαιώνω ότι αν έλαβα την ευχαρίστησιν εις το να μάθω την γέννησίν σου, δεν την έλαβα δι' άλλο, παρά διά την ησυχίαν του πατρός μου. Εμένα όλη μου η καύχησις και χαρά θέλει μου είναι εις το να έχω ένα άνδρα, ο οποίος καθαρώς να με αγαπά.

Ότε απέβην εις την παρά τον αιγιαλόν μικράν πλατείαν, ήτο ήδη νυξ. Δεν είχα πού να ζητήσω φιλοξενίαν. Εκεί επί της πλατείας είδα καφενείον ανοικτόν. Εζήτησα και έλαβα την άδειαν να διανυκτερεύσω εντός αυτού, και κατέλαβα εις το βάθος του μίαν σανίδα, αποτελούσαν κάθισμα, δια να κοιμηθώ.

Είπαμε πως ο πόλεμος έγινε για να πάρουμε Οθωμανικά χώματα, να τα μοιραστούμε, να τα κάνουμε δικά μας. Γι' αυτό κάναμε τον πόλεμο; Δεν ξέρω, μα σ' ένα γράμμα που έλαβα από κείνα τα μέρη, διαβάζω τούτο: «Εσείς, με το να έχετε φτάσει στη Θεσσαλονίκη, ησυχάσατε και ξεκουράζεστε τώρα απάνω στις δάφνες σας.

Ποίος το έλεγεν, εφώναξεν εκείνος ότι εδώ θα συναντήσω τον Αμπουλβάρην, διά ποίαν δυστυχή αιτίαν εμίσευσες από την Σερενδίβ, χωρίς να μου δώσης την είδησιν του μισευμού σου, και να χαιρετισθούμεν, και διά ποίαν καλήν τύχην έλαβα χάριν διά να σε ξαναϊδώ αιφνιδίως εδώ; Του διηγήθηκα τότε τα όσα μου συνέβηκαν με την Γαντζάδα, και τα λοιπά που ύστερον μου ακολούθησαν.

Ο αδελφός μου εις τον καιρόν που έλειψα εκυβέρνησε κακώς τα υπάρχοντά μου, και σχεδόν τα εκατάφθειρε· και εις τον ίδιον καιρόν έκαμε και την Γαντζάδα να στεφανωθή εκείνον τον νέον, όντας φίλος του· δεν εμεταχειρίσθηκα τον αδελφόν μου διαφορετικώς από την γυναίκα μου· και αλησμονώντας τα περασμένα, άρχισα να ζω καθώς και το πρώτον με μεγαλώτατα έξοδα· έξω από το δώρημα του Ομάρ, το οποίον ήτον αρκετόν διά να ζήσω καθώς ήθελα, έλαβα την καλήν τύχην διά να εύρω ένα θησαυρόν εις το σπήτι μου πολλά πλούσιον και ούτως έκαμα μεγάλα πλούτη, που δεν φθάνω να τα φθείρω με όλην ετούτην την πολυέξοδον ζωήν που κάνω.

Χωρίς να χάση τότε καιρόν ο άλλος ο οποίος έτυχε να κάθηται εκεί πλησίον, ήτο δε και αντεραστής εκείνου ο οποίος μου ωμίλησεν, αφού άκουσε και την ιδικήν μου ερώτησιν και την απάντησιν την οποίαν έλαβα, εγύρισε και μου είπε: — Μα την αλήθεια, Σωκράτη, δεν θα σου είναι δυνατόν να συνενοηθής με τούτον τον άνθρωπον και να τον κάμης να πιστεύση το αντίθετον απ' ό,τι πιστεύει, εάν δηλαδή νομίζη ότι η φιλοσοφία είναι ένα πράγμα παιδαριώδες.

Έμοιαζα μ' ένα γερό βαπόρι που έχει τους φούρνους αναμένους, τα λεβέτια ζεστά, γεμάτον τον ατμό και δεν τολμά μηδέ κύμα μηδ’ άνεμος να του κόψη τον δρόμο. Ως τα προχθές που έλαβα το τελευταίο γράμμα στην Πόλη. Μόλις εδιάβασα πως έγινε και της Ρούσας ο γάμος ελύθηκαν ευθύς τα ήπατά μου.