United States or Uzbekistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είντα με γνοιάζει μένα; Ας πάρη όποια θέλει, με γεια του με χαρά του, μα τη θυγατέρα μου να μην τήνε πειράζη. — Δε θα τηνε ξαναπειράξη. Και μένα δε μ' αρέσουνε αυτές η κουζουλάδες και θα του μαζόξω τα χαλινάρια. — Καλά θα κάμης, γιατί δε θα του βγη σε καλό. Την εσπέραν ο Σαϊτονικολής μετέβη εις το σπίτι του με την απόφασιν να επιπλήξη πολύ αυστηρώς τον Μανώλην.

Μούρχεται έτσι να πάρω ένα δρόμο, να πηγαίνω, να πηγαίνω, και να μη σώνεται. Ν' ανεβαίνω και να κατεβαίνω βουνά, ποτάμια να διαβαίνω για να τη σβύσω τη φλόγα μου, σε μαύρες ερημιές να πλανιέμαι και να τρομάζουνε με τους στεναγμούς μου ταγρίμια. Να φεύγουν ταγρίμια, και γω να στενάζω μονάχος, πάντα μονάχος . . . Αρετούλα μου, Αρετούλα, μην το κάμης αυτό το κακό!

Μήπως σου θέλω εγώ κακόν; Διατί δεν έχεις εμπιστοσύνην εις εμέ; — Εγώ; το ενάντιο, είπεν ο Γύφτος. — Και όμως δεν έχεις εμπιστοσύνην. — Ο Θεός να μη το δώση! — Διατί τότε δεν θέλεις ν' αποφασίσης; — Ξεύρω κ' εγώ; είπεν ο Πρωτόγυφτος, αρχίσας να εκφράζη τους δισταγμούς, ους υπηνίττετο ο άρχων. — Διατί να μη θέλης να κάμης με το καλόν έν πράγμα, ενώ εγώ δύναμαι άλλως να σε βιάσω να το κάμης;

Αλλά μετ' ολίγον ο μικρός Κλώσος ελησμονούσεν ότι δεν έπρεπε να το λέγη, και εφώναζε. «Εμπρός όλα μου τ' άλογα!» — Να μη σ' ακούσω να το ειπής άλλοτε, εφώναξε θυμωμένος ο μεγάλος Κλώσος, διότι θα με κάμης να κτυπήσω το άλογόν σου κατακέφαλα, να το σκοτώσω, να μη το έχης μήτε αυτό! Δεν το μεταλέγω, είπε ταπεινά ο μικρός Κλώσος.

Τρόμου φρικίασις διέτρεχεν ήδη τα χάρτινα μέλη μου, ότε είδα αίφνης την χονδρήν σύζυγον του κυρίου μου θωπεύουσαν την αξύριστον αυτού παρειάν, και την ήκουσα λέγουσαν διά της γλυκεράς εκείνης φωνής, της οποίας αι γυναίκες είνε κάτοχοι πτυχιούχοι, ως ήθελεν είπει η Κυρία Jacob: — Γιάγκο, . . . δεν θα μου δώσης κ' εμένα μερικάς απ' αυτάς τας μετοχάς; — Τι θα ταις κάμης, ψυχή μου;

Πεσμένη επί του σακκίου, από του οποίου απέσταζε ρυπαρόν έλαιον, συνθλιβομένων των εν αυτώ ελαιών, έβλεπε με τους οφθαλμούς ημικλείστους προς το ξηρόν στήθος της, όπερ αναιβοκαταίβαινεν από του άσθματος. — Θα κάμης πολύ λάδι; Ηρώτησε πάλιν η Φουλίτσα, σπογγίζουσα τα ροδίσαντα εκ της πορείας μάγουλά της, με την άκραν της μανδήλας της. — Κείνο πώδωσεν ο Θεός!

Αν τον κτυπήσης, αντί να τον κάμης να σ' αγαπήση και να φέρηται αδελφικώς προς σε, θέλεις αυξήσει την αποστροφήν του, και θέλεις χειροτερεύσει την κακήν του διαγωγήν.

Είνε αληθέστατον, επέμενε λέγων ο αρχηγός. Την επώλησες, την επώλησες αντί εκατοντάδων τινών φλωρίων. Ομολογώ ότι εζήτησες ακριβά. Ηδύνασο να το κάμης και ευθηνότερα. — Αχ! γρου! έγρυξεν ο Πρωτόγυφτος, — Αλλ' είχες δίκαιον, επανέλαβεν ο αρχηγός. Δίκαιον είχες, διότι δεν είνε κόρη σου. — Ποιος το λέγει; εμορμύρισεν ο Πρωτόγυφτος. — Εγώ το λέγω, και το ειξεύρω. Δεν είνε κόρη σου, και την επώλησες.

Λοιπόν ας ειπούμεν: Καλό παιδί γεννημένον από καλούς γονείς, οφείλεις να κάμης γάμους που εγκρίνονται από τους ορθοφρονούντας, οι οποίοι θα σε εσυμβούλευαν να μην αποφεύγης τον γάμον με πτωχούς ούτε να επιδιώκης εξαιρετικώς τον γάμον με τους πλουσίους, αλλά, εάν όλα τα άλλα ισοφαρίζουν, να προτιμάς πάντοτε να έλθης εις επιμιξίαν με τον υποδεέστερον.

Ημείς πληροφορημένοι από τούτες τες είδησες, η Δειλνοβάτζη μου είπεν· ετούτος είνε καιρός αρμόδιος διά να λάβης μίαν κορώναν· εσύ όμως δεν έχεις να κάμης άλλο, παρά να πάρης την μορφήν του Μωβαβάκ, διά να λάβης το ποθούμενον.