United States or Christmas Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είταν πια αρραβωνιαστικιά μου. Από μικρή την αγαπούσα· την ήθελα από μικρή. Είμουν αγώρι, το θυμάσαι, και σου μιλούσα για τη Μοιρίτα. Ότι έγινα άντρας, πήγα να τη ζητήσω.

Και γω πώς θα μπορέσω να ζήσω; Το σώμα μου μένει εδώ. Έχεις την καρδιά μου. — Ιζόλδη, φίλη, φεύγω, δεν ξέρω για ποιον τόπο. Αλλ' αν ποτέ ξαναϊδής το δαχτυλίδι με την πράσινη πέτρα, θα κάμης ό,τι σου ζητήσω μ' αυτό;

Πηγαίνω τώρα να βρω τον πατέρα της, και να του τη ζητήσω. Προξενητάδες ο γυιος σου δε θέλει. Άφησέ τον, και παιδί δεν είναι. Η μάννα, που να είταν άλλη φορά, τα ρούχα της θάσκιζε, τώρα δεν είπε τίποτις, μόνο έκαμε το σταυρό της, που δεν είχε τον τόπο του ο μεγάλος ο φόβος της. Και πρι να προφτάξη να τονε ρωτήση ποια είταν η μάγισσα που τον αποτρέλανε, χάθηκε ο Ηλίας από μπροστά της.

ΧΟΡΟΣ Και που πηγαίνεις τώρα, σε ποια μέρη τρέχεις να περιπλανηθής; ΗΡΑΚΛΗΣ Στη Θράκη θα ζητήσω τα τέσσαρα τα άλογα, που έχει ο Διομήδης στο άρμα του. ΧΟΡΟΣ Εσκέφθηκες καλά πως θα το κάμης; Γνωρίζεις με ποιόν άνθρωπον πηγαίνεις να τα βάλης; ΗΡΑΚΛΗΣ Όχι, δεν έτυχε ποτέ στην χώρα των Βιστόνων. ΧΟΡΟΣ Αδύνατον τα άλογα να πάρης χωρίς μάχην. ΗΡΑΚΛΗΣ Αλλ' όμως κι' ούτε ν' αρνηθώ μπορούσα.

Είπα ότι είναι ο κηπουρός μας. ― Μου επρόσφερες την συνδρομήν σου, εξηκολούθησα, και έρχομαι να την ζητήσω. ― Τι θέλεις ; Σε είδε κανείς; Σε κυνηγούν Τούρκοι; ― Όχι, αλλά κατοικούν τον Πύργον μας Τούρκοι, και είναι σκλάβα εκεί Χριστιανή, της οποίας ο πατήρ ήτο πατρικός μου φίλος. Η κόρη με είδε, με ανεγνώρισε, μ' επεκαλέσθη και πρέπει να την σώσωμεν.

Μυστήριον, του οποίου την λύσιν έπρεπε να ζητήσω από το ον εκείνο το άμορφον· άγνοια, την οποίαν έπρεπε να φωτίση έν σώμα, στερούμενον φωτός και οφθαλμών. Την σκέψιν μου εμάντευσε· διότι η σκέψις μου και σκέψις ήτον ιδική του. Και πάλιν η φωνή η βαθεία ηκούσθη εντός μου, και πάλιν αφήκεν ηχώ διά δονήσεων και παλμών: — Σβέσε το φως, και του ωρολογίου δέσμευσε τους δείκτας.

Και ίσα ίσα ά δεν ερχόσουνα εσύ, θ' αναγκαζόμουνα να σε ζητήσω εγώ για να σου τα ψάλω. Από μένα παράπονα, κύριε εργοστασιάρχη; Φ1ΝΤΗΣ Η δουλειά στο εργοστάσιο μένει ολοένα πίσω.

ΛΟΥΚ. Δι' αυτό μη ανησυχήτε• δεν θα ζητήσω να γίνη δικαστής κανέν τοιούτον πρόσωπον ύποπτον και αμφιβόλου ακεραιότητος, το οποίον να με αθωώση κατά χάριν ή με δωροδοκίαν. Προτείνω να με δικάση η Φιλοσοφία και σεις μετ' αυτής. ΠΛΑΤ. Και ποιος θα υποστηρίξη την κατηγορίαν, όταν ημείς θα είμεθα δικασταί; ΛΟΥΚ. Οι ίδιοι να είσθε κατήγοροι και δικασταί• δεν το φοβούμαι και τούτο.

Είναι καιρός να σ' οδηγούν και να σε κυβερνήσουν εκείνοι, οπού το σωστόν καλλίτερά σου 'ξεύρουν. ’Σ της αδελφής μου γύρισε, παρακαλώ, κ’ ειπέ της ότ' είχες άδικον. ΛΗΡ Εγώ, συγγνώμην να ζητήσω! « Ω κόρη μου, θα της ειπώ, αλήθεια είμαι γέρος, » κ’ είναι οι γέροι περιττοί. Εμπρός σου γονατίζω· » ελέησέ με· φαγητόν, ρούχα, κρεββάτι δος μου». ΡΕΓ. Φθάνουν οι άνοστοι αύτοι αστεϊσμοί, αυθέντα.

Θα έχετε την καλωσύνη να με συγχωρήσετε, αφού μάλιστα βλέπετε ότι αναγκάζομαι να ζητήσω βοήθεια κι' από την δεσποινίδα. ΑΡΓΓΑΝ Είναι ωραίοι οι στίχοι; ΚΛΕΑΝΘΗΣ Είναιακριβώς ειπείνένα αυτοσχέδιο μελοδραματάκι. Θ' ακούσετε απλώς ένα πεζό ρυθμικό έργο ή ένα είδος ελευθέρων στίχων, όπως δηλαδή το πάθος και η ανάγκη εμπνέουν δύο πρόσωπα αυθορμήτως να πουν ό,τι αισθάνονται. ΑΡΓΓΑΝ Πολύ καλά.