United States or Moldova ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ετούτη η είδησις με έκαμε διά να αποφασίσω το γληγορότερον να γυρίσω εις το Μουσούλ. Έλαβα θέλημα από τον Μουφάκ πενθερόν μου, και παίρνοντάς την γυναίκα μου ομού με πολλούς ανθρώπους διά φύλαξιν, εμίσευσα διά το Μουσούλ.

Βασιλέα μου, μου είπεν ο Κατής ευθύς που με είδεν, ας είνε δοξασμένος ο ουρανός που με αξίωσε να σε δεχθώ εις το σπήτι μου, που δεν ήμουν άξιος τοιαύτης τιμής· ιδού ο Μουφάκ, του οποίου έδωσα να καταλάβη την αιτίαν του ερχομού σου εις ετούτην την χώραν· αυτός κλίνει διά να σου δώση την θυγατέρα του εις γυναίκα σου.

Εγώ τον ευχαρίστησα χωρίς να ημπορέσω να καταλάβω τον στοχασμόν που αυτός εμελετούσεν. Έπειτα από αυτό επρόσταξεν ένα του ευνούχον διά να με υπάγη εις το λουτρόν να πλυθώ. Και εις το αναμεταξύ που εκεί ευρισκόμουν, ο Κριτής στέλνει δύο τζοχανταρέους προς τον Μουφάκ, τον οποίον εκαλούσε διά να του μιλήση διά μίαν υπόθεσιν πολλά αναγκαίαν του.

Ο Μουφάκ ήτον φυσικά καλός, όσον ανάποδος ήτον ο Κατής· αυτός αφέθηκε να γελασθή από τα ψευδή ταξίματα του Κατή και χωρίς να αμφιβάλλη, αγκαλιάσθηκαν και ωρκίσθησαν ανάμεσόν τους μίαν παντοτεινήν αγάπην.

Ο Μουφάκ ήλθεν εν τω άμα εις τον Κατήν και ευθύς που ο Κατής τον είδεν, έτρεξεν και το αγκάλιασεν. Ο Μουφάκ έμεινε πολλά θαυμασμένος εκ της τοιαύτης δεξιωσύνης· ω, ω, λέγει με τον εαυτόν του, από τι προέρχεται που ο Κατής ο εχθρός μου ο θανάσιμος πράττει με εμένα σήμερον τόσην ευγένειαν; εδώ στέκει κρυμμένον κάτι μυστήριον.

Εχαιρέτησα ως τόσον τον Μουφάκ χωρίς να του ειπώ κανένα λόγον. Μα ο Κατής γνωρίζοντάς με αντραλωμένον και αμφιβάλλοντας ότι από καμμίαν μου απόκρισιν θα μείνη ανωφελής ο στοχασμός του, άρχισε να λέγη, ότι δεν πρέπει να χάνεται ο καιρός εις λόγια, αλλά πρέπει να κάμωμεν το συμφωνητικόν γράμμα της υπανδρείας εις ετούτην την στιγμήν.

Μουφάκ Αγά, του λέγει ο Κατής, ο ουρανός δεν θέλει η έχθρα μας να διαρκέση διά πολύν καιρόν· αυτός μας προσφέρει ένα αίτιον διά να εξαλείψη τούτο το μίσος, το οποίον ξεχωρίζει από πολλούς χρόνους τες φαμίλιες μας. Το βασιλόπουλον της Βάρσας έφθασεν εψές εις το Μπαγδάτι αγνώριστον, και ήλθε και κατέβηκε εις το παλάτι μου.

Δεν ημπόρεσα όμως διά πολλές ώρες να κλείσω μάτι· η θυγατέρα του Μουφάκ εσύγχυζε μεγάλως τες αίσθησές μου· η χαριεστάτη εικόνα της μου ήτον καρφωμένη εις τον νουν μου, και ούτως έπασχα όλες εκείνες τες ώρες χωρίς ανάπαυσιν· μα τέλος πάντων άρχισα να αποκοιμηθώ ολίγον, και ο ύπνος μου δεν εστάθη πολλά μακρύς, επειδή και εστάθηκα υποχρεωμένος διά να εξυπνήσω ευθύς από μίαν μεγάλην σύγχυσιν που ηκούετο εις τον τάφον.

Ο Μουφάκ μου έκαμε τότε μίαν μεγάλην προσκύνησιν, και μου λέγει· ω μεγαλειότατε υιέ του Βασιλέως, εγώ είμαι σκοτισμένος από την τιμήν που επιθυμάτε να κάμετε εις την θυγατέρα μου· αυτή θέλει κραχθή πολλά ευτυχισμένη εις το να είνε σκλάβα του υιού του Βασιλέως. Στοχασθήτε τι λογής εστάθη η έκστασίς μου εις ετούτα τα λόγια, εις τα οποία εγώ δεν ήξευρα τι να του αποκριθώ και τι να ομιλήσω.

Η Ζεμπρούδα εμβαίνοντας πρώτη εις το κρεβάτι, ο Μουφάκ και η γυναίκα του και η σκλάβες τους ετραβήχθηκαν, και με άφησαν με αυτήν εις εκείνον τον χοντζερέ, εις τον οποίον αφού και ευχαρίστησα τον Ουρανόν διά εκείνο το ευτυχισμένον συναπάντημα, εγδύθηκα, και επλάγιασα σιμά εις το υποκείμενον που αγαπούσα περισσότερον από την ιδίαν μου ζωήν.