United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έλεγα να σου δώσω κανένα βότανο, απ' αυτά που μάζωξα σήμερα στο ρέμμα για να κάμετε ματζούνι για την γυναίκα σου! . . . επειδή είχα μάθει πως ήτον άρρωστη . . . Καλά που βρέθηκε η πόρτα ανοιχτή! . . . Μπαίνω μέσα . . . Ακούω, μπλουμ! την τρομάρα που πήρα!

Ήτον, ως σας είπα, Παρασκευή και, εις το ευσεβές τραπέζι μου δεν είχα παρά μόνον κοκκινογούλια και σκορδαλιάν. Έτρωγε και εζήτει και άλλην, κράζουσα από καιρόν εις καιρόν «Τι νόστιμον φαγητόν! κρίμα να βρωμά τόσον! δεν ημπορείτε να κάμετε σκορδαλιάν χωρίς σκόρδον;».

Αλλ' ο δάσκαλος αυτόν το χαιρετισμό τον έλεγε σχήμα και το σχετικό παράγγελμα ήτο «Κάμετε σχήμαΜας έμαθε και διάφορα πατριωτικά τραγούδια και τα τραγουδούσαμε όταν μια φορά τη βδομάδα μας οδηγούσε κάτω στα λιβάδια και περνούσαμε απόγεμα με γυμναστικά παιγνίδια.

Ήτον καιρός οπού κ' εγώ 'φορούσα προσωπίδα, και ήξευρα εις το αυτί μιας νέας να λαλήσω και να ειπώ σιγά σιγά εκείνα που αρέσουν αλλά επέρασ' ο καιρός, επέρασε και 'πάγει. — Καλώς ωρίσατ' άρχοντες. — Αι μουσικοί, λαλείτε! Ολίγον τόπον κάμετε! — Κορίτσια, σηκωθήτε!

Ουχί εχθροί αλλά φίλοι και των δύο σας προσκαλούμεν να εξέλθετε της χώρας μας, αφού κάμετε σπονδάς συμφερούσας και εις σας και εις ημάς». Τα πάντα εμπιστευόμενοι εις τους Λακεδαιμονίους, εις την τύχην, εις τας ελπίδας τα πάντα θα απολέσετε».

Λοιπόν τι μένει τώρα; να δοκιμάσης ό,τι δύναται η μετάνοια· α! δύναται το παν! πλην, να μετανοήσης εάν δεν ημπορείς, τι δύναται κ' εκείνη; Ω! συμφορά μου! Ω! στήθος μαύρ' ως είναι ο χάρος! Ιξωμένη ψυχή, 'πού, ενώ πάσχεις να φύγης, χειρότερα κολλάς! Άγγελοι, βοηθάτε! κάμετε δοκιμήν! και σεις, ω γόνατά μου σκληρά, λυγίστε· σιδερόχορδη καρδία, τρυφερή γίνε ωσάν τα νεύρ' απαλού βρέφους!

Μα μην εμποδιζώστε διόλου, σας παρακαλώ. Θα τα κάνω όλα στην εντέλεια· να είστε ήσυχος. Εσείς πηγαίνετε στην κηδεία της μάννας σας. — Ναι, πηγαίνω· κάμετε όπως ξέρετε. Ο Αριστόδημος έφυγε βιαστικά, λες και τον απόλυσαν από τα σίδερα. Ήταν ανυπόμονος να ιδή τη μάννα του. Ο θάνατός της τον ξάφνισε σαν κάτι παράδοξο κι αφύσικο. — Ας όψεται· έλεγε κάθε στιγμή στενάζοντας.

Είπα λοιπόν εγώ απευθυνόμενος προς τον Ευθύδημον και τον Διονυσόδωρον: — Είναι, βλέπετε, ανάγκη εκ παντός τρόπου να ικανοποιήσετε αυτούς τους νέους και προς χάριν ιδικήν μου να κάμετε την επίδειξιν· αναγνωρίζω βέβαια ότι δεν είναι τώρα πολύ εύκολον να γίνη το πράγμα καθ' όλην αυτού την έκτασιν, αλλά ειπήτε μου σας παρακαλώ αυτό: μόνον εκείνον, που είναι πλέον πεπεισμένος ότι πρέπει να διδαχθή την αρετήν παρ' υμών, ημπορείτε να καταστήσετε ενάρετον, ή επίσης και εκείνον που δεν είναι ακόμη πεπεισμένος, είτε διότι αμφιβάλλει αν η αρετή είναι πράγμα που ημπορεί να διδαχθή, είτε διότι δεν παραδέχεται ότι σεις είσθε οι καταλληλότεροι αυτής διδάσκαλοι; δύναται λοιπόν, σας ερωτώ, να αποδείξη επίσης η τέχνη σας και εις τον ούτω σκεπτόμενον, ότι και διδάσκεται η αρετή και σεις είσθε εκείνοι, που παρά κάθε άλλον καλύτερα ημπορείτε να την διδάξετε;

Σ' εσάς που θέλα κάμετε τον κόπο ν' αναγνώστε, Και ή καλήν, ή αχαμνή, μια γνώμη θέλα δόστε, Το λέει αυτός που ιστορά, καθόλου δεν τον μέλλει· Ας κάμη την απόφασι καθένας, όπως θέλει. Καλό ειπή· κακό ειπή· τ' αρέση δεν τ' αρέση. 5 Ο στιχουργός δεν έχασε, μήτ' έχει να κερδαίση· Γιατί δεν αφηκράστηκε, παρά την όρεξί του. Και το κοντύλι του έπιακε για ξάχλιασι δική του.

Είπε και πόδι βωδινόν άρπαξε απ' το καλάθι και το 'ριξε· την κεφαλή γλυκόγυρ' ο Οδυσσέας 300 να το ξεφύγη, κ' έβγαλε πικρόγελο η ψυχή του· ήλθεν αυτό κ' εκτύπησε τον στερεωμένον τοίχο. ωνείδισ' ο Τηλέμαχος τον Κτήσιππο και του 'πε· «Το πράγμ' ως ήλθε, Κτήσιππε, να χαίρετ' η ψυχή σου· τον ξένον δεν επίτυχες, ότι εφυλάχθη μόνος· 305 άλλως μ' ακόντι κοφτερό θα σ' άνοιγα τα σπλάχνα· τότε ο πατέρας σου ταφή θα ετοίμαζε αντί γάμου δω μέσα· και μη κάμετετο σπίτι μου ασχημίαις· ότ' ήδη ο νους μου αισθάνεται, διακρίνει το καθένα, και το καλό και το κακό, και πλειά παιδί δεν είμαι. 310 βλέπουμε, και υποφέρουμε να σφάζονται τ' αρνία και τα κρασί να πίνεται, να δαπανάται ο σίτος· ότ' είν' έργον βαρύτατον ένας πολλούς να διώξη. αλλά να παύσετετα εξής σκληρά να μ' αδικήτε· και αν να με θανατώσετε σας σπρώχν' ήδ' η ψυχή σας, 315 το 'θελα εγώ καλήτερα, καλλιάχω ν' αποθάνω, παρά να βλέπ' ολοκαιρίς τόσ' έργα εντροπιασμένα, να υβρίζουν, να κακοποιούν τους ξένους, και ταις δούλαις μέσατα ωραία δώματα ξεντροπιαστά να σέρνουν».