United States or Saint Lucia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν πήγανε στο Βασιληά την είδησι ότι ο Τριστάνος ξέφυγε από τη τζαμαρία της μικρής εκκλησίας, πρασίνισε από το θυμό του, και διέταξε τους ανθρώπους του να φέρουν την Ιζόλδη. Τη σέρνουν. Και εμφανίζεται η Ιζόλδη στο κατώφλι της αιθούσης, απλώνοντας τα λεπτά χέρια της που στάζουν αίμα. Μεγάλη βουή ανεβαίνει από το δρόμο: «Ω! Θεέ, λυπηθήτε την. Αγνή Βασίλισσα, Βασίλισσα τιμημένη.

Αλλά την ώρα, 'πώμελλετο σπίτι να γυρίση, 110 ζέφοντας και τα ενδύματα διπλόνοντας τα ωραία, τότ' άλλο εφεύρεν η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη, όπως ξυπνήσ' ο Οδυσσηάς, να ίδη την παρθένα, και να τον οδηγήση αυτήτην πόλι των Φαιάκων. σφαίραν εις μιαν θεράπαιναν ρίχν' η βασιλοπούλα, 115 την σφάλλει, και μες το βαθύ ρεύμα βυθίζ' η σφαίρα, και σέρνουν όλαις μια βοή• και ο θείος Οδυσσέας ξύπνησε και καθήμενος αυτού διαλογιζόνταν•

Τρελλή ξετρελλή, την παίρνουν οι λεβέντηδες και την καθίζουνε στο γαδουράκι μπρος οπίσω. Σέρνουν το γαδουράκι, και καθώς έμπαιναν από την πόρτα της, ανέβαινε κι ο δόλιος ο γέρος από την Αγορά. Θεός ξέρει πώς του φάνηκε εκείνη η παράταξη! Ακούμπησε στον τοίχο, έπεσε κάτω, και πια δεν ξανασηκώθηκε. Τι απόγεινε η κερά Πιπίνα, το ξέρεις. Κατάντησε να μαζεύη ελιές.

Στεφανώνεται λοιπόν ο απαίδευτος, μα πεντάξυπνος Λέοντας, και πρώτος παράλαβε την κορώνα από τον Πατριάρχη, κι όχι από πολιτικό ή στρατιωτικό αρχηγό, καθώς γίνουνταν ως τα τώρα. Άμα όμως έβαλε την πορφύρα ο Λέοντας, έδωσε του Ασπάρη να καταλάβη πως δεν είναι άνθρωπος να τονέ σέρνουν από τη μύτη. Και δεν άργησε να του ταποδείξη αυτό και μ' έργα.

Το έθνος είναι δεν είναι &τρεις& μέρες που τον έδειξε τον ηρωισμό του. Τι θάλεγες ενός καλού μπεχλιβάνη, αν ξεφάντωνε και δυο τρεις μέρες ύστερ' από μια μεγάλη παλαίστρα! Όχι, Ακρόπολή μου, εγώ δεν απελπίστηκα. Ας έρθουνε μερικά άλλα παιδιά σου κι ας σέρνουν τα μαλλιά τους απάνω στα δοξασμένα σου τα χαλάσματα.

Ξεχνώ μια στιγμή τα θεριά που είχα μπροστά μου, και μαλακών' η καρδιά μου, και σκύβω να πασπατέψω το πρόσωπό του, να το φιλήσω, να του μιλήσω, να τονε ρωτήξω πού τονε λαβώσανε, χίλια πράματα ζητούσα να κάμω σε μια στιγμή. Δεν πρόφταξα μήτ' ένα να κάμω! Μ' αρπάζει ο ένας τους από τη μέση, ο άλλος από το χέρι, με βλαστήμιες και φοβέρες, και με σέρνουν κατά την οξώπορτα.

Να μου τον χαιρετάς, Δέσποτα, τον Σύριο Μεσσία, αλλά ο Ερμογένης και σε γάιδαρο μετάνοιες κάνει, στον ήλιο φτάνει να πυρώνεται και όχι πότε θα πεθάνη έτσι σαν σκύλος ν' απαντέχη, των αγριμιών τα χείλια με το αίμα του να βρέχη, στον άλλο κόσμο να τον κατεβάζουνε παλουκωμένο, ή να τον σέρνουν από λόγχες τρυπημένο.

Ο τσέλιγγας αναρωτάει αραδαριά καθέναν: — Πόσες απόψε γέννησαν; — Σαράντα, λάλα Γάκη. — Κ' είν' όλα, Λάμπη, ζωντανά; — Βγάλτε μονάχα πέντε. — Διπλάρια; — Δέκα. — Ισιάσαμαν. Τα ζωντανά βυζαίνουν; — Πίνουν σαν δυομηνίτικα. — Έχουν η μάνες γάλα; — Ως τα χορτάρια η πλιότερες τα σέρνουν τα μαστάρια. — Λιψές δεν είνε; — Κι' αν είνε, βυζαίνουντα τσαγγάδια. —Με τα τσαγγάδια σήμερα ποιος ήταν;

Η Μάννα του Αγίου είνε ντυμένη με μακρύ γαλανό φόρεμα με πορφυρά ανθέμια και στο κεφάλι έχει λευκό μοφόριο, που της πέφτει στους ώμους και στης πλάτες. Η άλλες Μαννάδες φοράνε ρούχα πολύχρωμα. Η Μάννα του Αγίου έχει τα μάτια της κλειστά. Σχεδόν την σέρνουν. ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣΠάρτε τη την γυναίκα απ' εδώ! Δεν θέλω, δεν πρέπει να την δω να κλαίη! Τη φωνή της δεν είνε σωστό ν' ακούσω, μήπως κλονιστώ.

Και σα σε βλέπουν που περνάς αχνή και δακρυσμένη, 'Νά το' θα λεν 'του Έχτορα το τέρι που των Τρώων 460 είταν το πρώτο αφτός σπαθί στης Τροίας τους πολέμους'. Έτσι ίσως πουν· κι' ο πόνος σου θα ξανανοίγει πάντα σα βλέπεις πως απ' τη σκλαβιά να βγεις δεν έχει ολπίδα. Μα θέλω να με φάει η γης, η μάβρη πλάκα θέλω, πριν να βογγάς να κλαις σε δω, και σκλάβα να σε σέρνουν465