United States or Czechia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου• 290 »Μενέλαε διόθρεπτε, πικρότερος ο πόνος, αν μ' όλ' αυτά τον όλεθρο δεν έφυγεν εκείνος, ουδ' αν βαστούσε σιδηρήτα στήθη την καρδία. αλλάτην κλίνη φέρτε μας, ότ' ήλθεν ήδ' η ώρα να πέσουμε, και τον γλυκό τον ύπνο να χαρούμε». 295

Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· 220 «Πράγμ' είναι δύσκολ', ω γυνή, να σου τον παραστήσω, αφού καιροί μας χώρισαν, κ' ήδ' είν' είκοσι χρόνοι απ' ότε κείνος άφησε την γη την πατρική μου. αλλ' όμως θα σου τον ειπώτον νου μ' ως αναφαίνει. πορφυρήν χλαίναν δασερήν ο θείος Οδυσσέας 225 διπλήν εφόρει με χρυσήν περόνην, 'που 'χε δύο αυλούς διδύμους, κ' έμπροσθε τεχνούργημ' ήταν θείο· σκύλος ζαρκάδι παρδαλότα εμπροσθινά του εκράτει κ' εκύττα το 'που σπάραζε· και αυτό θαύμαζαν όλοι πώς, ενώ πλάσθηκαν χρυσοί, κυττά και πνίγει ο σκύλος 230 το ζάρκαδο, και αυτό σπαρνά τα πόδια, να του φύγη. χιτών' ακόμη του είδα εγώ λαμπρότατοντο σώμα, κ' εγυάλιζ' ως εις το ξερό κρεμμύδι επάνω η φλούδα· τόσ' ήταν κείνος μαλακός κ' είχε του ηλιού την λάμψι· γυναίκες τον εθαύμασαν πολλαίς οπού τον είδαν. 235 και εις άλλο ακόμα πρόσεχε· δεν ξεύρ' αν ο Οδυσσέας είχεν από το σπίτι του τα ενδύματα, 'που εφόρει, ή φίλος αν τα χάρισεν, ότ' έμβαινετο πλοίο, ή ξένος· ότι αγάπησαν πολλοί τον Οδυσσέα, επειδή μες τους Αχαιούς ολίγους είχε ομοίους. 240 κ' εγώ ξίφος ολόχαλκο και πορφυρήν χλαμύδα διπλήν ωραίαν του 'δωκα, και μακρυόν χιτώνα, και ως τ' εύμορφο καράβι του με σέβας τον επήρα. τον ακολούθα κήρυκας ολίγο ανώτερός τουτην ηλικίαν ως και αυτόν θα σου τον παραστήσω· 245 καμπούρης, μελαψός, σγουρός, κ' είχ' όνομα Ευρυβάτης· και αυτόν απ' τους συντρόφους του τιμούσ' ο Οδυσσέας εξόχως, ότι εταίριαζε μ' αυτόν εκείνου η γνώμη».

Και πρώτος ο Τηλέμαχος προσφώνησεν εκείνον• 460 «Μας ήλθες, Εύμαιε καλέ' τι φήμ' είναιτην πόλι; απ' το καρτέρ' ήδ' έγυραν οι απόκοτοι μνηστήρες, ή ακόμη αυτού με καρτερούν, κ' εγώ 'μαιτην πατρίδα

Είπε και πόδι βωδινόν άρπαξε απ' το καλάθι και το 'ριξε· την κεφαλή γλυκόγυρ' ο Οδυσσέας 300 να το ξεφύγη, κ' έβγαλε πικρόγελο η ψυχή του· ήλθεν αυτό κ' εκτύπησε τον στερεωμένον τοίχο. ωνείδισ' ο Τηλέμαχος τον Κτήσιππο και του 'πε· «Το πράγμ' ως ήλθε, Κτήσιππε, να χαίρετ' η ψυχή σου· τον ξένον δεν επίτυχες, ότι εφυλάχθη μόνος· 305 άλλως μ' ακόντι κοφτερό θα σ' άνοιγα τα σπλάχνα· τότε ο πατέρας σου ταφή θα ετοίμαζε αντί γάμου δω μέσα· και μη κάμετετο σπίτι μου ασχημίαις· ότ' ήδη ο νους μου αισθάνεται, διακρίνει το καθένα, και το καλό και το κακό, και πλειά παιδί δεν είμαι. 310 βλέπουμε, και υποφέρουμε να σφάζονται τ' αρνία και τα κρασί να πίνεται, να δαπανάται ο σίτος· ότ' είν' έργον βαρύτατον ένας πολλούς να διώξη. αλλά να παύσετετα εξής σκληρά να μ' αδικήτε· και αν να με θανατώσετε σας σπρώχν' ήδ' η ψυχή σας, 315 το 'θελα εγώ καλήτερα, καλλιάχω ν' αποθάνω, παρά να βλέπ' ολοκαιρίς τόσ' έργα εντροπιασμένα, να υβρίζουν, να κακοποιούν τους ξένους, και ταις δούλαις μέσατα ωραία δώματα ξεντροπιαστά να σέρνουν».

Και αφού κείνοι την όρεξι του γλυκού σίτου εσβύσαν, τους είπεν ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας· 490 «Ας προβή κάποιος να ιδή μην έφθασε το πλήθος». Τον άκουσε κ' εβγήκ' ευθύς το τέκνο του Δολίου, εις το κατώφλι στάθηκε κ' είδε σιμά το πλήθος, και του Οδυσσέα φώναζε με λόγια πτερωμένα· «Έφθασαν, ήδ' είναι σιμά· καιρός ν' αρματωθούμε». 495