United States or United States Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τον αποκρίθ' ο Αχιλλεύς κατόπ', ο γοργοπόδης· Ένδοξ' Ατρείδη, και πολλά φιλόπλουτε απ' όλους· Οι μεγαλόψυχ' Αχαιοί πώς να σε δώσουν δώρον; Δώρα πολλά δεν ξεύρομεν πούποτ' αποθεμένα· Αλλά τα όσ' αρπάξαμεν από ταις πολιτείαις, Αυτά διαμοιράσθηκαν· κι' αυτά δεν παραπρέπει Να τα μεταμαζώξωμεν απ' τους λαούς οπίσω.

Αγοράζων πάντοτε βιβλία, αναγινώσκων και γράφων μέχρι του μεσονυκτίου, την δ' ημέραν το επίμοχθον διά τον επιούσιον επιτελών καθήκον, εφαίνετο ακαταπόνητος, τρανότερος· εμεθύσκετο από την μελέτην και ανεκουφίζετο από το γράψιμον· ενίοτε απεμακρύνετο και εις τα βουνά, εις ταις στρούγγαις, μακράν από την τύρβην της πόλεως, μακράν από το πηγαινοέρχωμα των αστών και ούτως, εις αναπεπταμένον ορίζοντα, άφινε την φαντασίαν του να πλανάται αχαλίνωτος πότε εις της πατρίδος ταις κονταίς ραχούλαις, άλλοτε δ' εις σχέδια πολυμήχανα υπέρ αυτής.

Τω όντι η αίσθησις είναι μορφή ταυτότητος, είναι η κατάλυσις της διακρίσεως, του χωρισμού του υποκειμενικού και του αντικειμενικού. Το απλούν, η ατομική ψυχή ή το εγώ αισθανόμενον είναι ενότης διαφορών ή εν ταις διαφοραίς.

Αυτά 'πε και όμως την θεάν αυτός είχε γνωρίσει• 420 κ' εκείνοι πάλιτον χορό, καιτο γλυκό τραγούδι γύρισαν, κ' εξεφάντοναν το εσπέρας ως να φθάση• και ακόμη ως εξεφάντοναν τους εύρηκε το εσπέρας. τότε καθείςτα σπίτια τους επήγαν να πλαγιάσουν. ως και ο Τηλέμαχος εκεί, 'που ο θάλαμος του εκτίσθη, 425 εις ανοικτό της εύμορφης αυλής κ' υψηλό μέρος, 'ς την κλίνη ανέβηκε, πολλάτον νου του ανακινώντας. τον ακολούθα κ' έφερνε λαμπάδαις αναμμέναις, η θυγατέρα η χρήσιμη του Ώπα Πεισηνορίδη, Ευρύκλεια, 'που 'χεν άλλοτε ο Λαέρτης κορασίδα 430 την αποκτήσει μ' είκοσιν από εδικά του βώδια, κ' ίσια με την χρήσιμη συμβία την ετίμα, ουδέ ποτέ την φίλησε, μη παροργίση εκείνην. αυτή σιμά του έφερνε το φως, και τον αγάπα από ταις δούλαις έξοχα, κ' είχε τον θρέψει βρέφος. 435 του τεχνικού θαλάμου του άνοιξε αυτός ταις θύραις, 'ς την κλίνη εκάθισ', έβγαλε τον μαλακό χιτώνα, κ' έβαλ' αυτόντης φρόνιμης γερόντισσας τα χέρια• και αφού τον δίπλωσ' εύμορφα τον κρέμασεν η γραίατο ξυλοκάρφι, εκεί σιμάτην τορνευμένη κλίνη. 440 κ' εβγήκε από τον θάλαμο, με τ' αργυρό κουλούρι την θύρα έσυρε κ' έδεσε με το λουρί τον σύρτη. κ' εκείνος μέσ' ολονυκτής εις τ' άνθος του προβάτου τον δρόμο, 'που του εδίδαξεν η Αθήνη, είχετον νου του.

Κει 'πού κοιμώμουντον κήπον μου μεσημερίς, ως συνηθούσα, ήλθετην ώραν της μεγάλης μου ησυχίας ο θείος σου κλεφτά, μ' ένα ρογί γεμάτο από χυλόν του καταράτου μηλοχόρτου , καιτων αυτιών μου ταις αυλαίς έχυσεν όλο το λεπροφόρον αποστάλαγμα, κ' εκείνο με το αίμα του ανθρώπου τόσην έχθραν έχει, 'πού ωσάν υδράργυρος γοργά διαβαίνειόσαις πύλαις και δρόμους φυσικούς έχει το σώμα, και με σφοδρήν ενέργειαν κόβει ευθύς και πήγει το καθαρό μας αίμα, ωσάν μέσατο γάλα ξυναίς σταλαγματιαίς· και αυτόεμέ συνέβη· και ξάφνου επάνωόλο τ' ομαλό κορμί μου εξέσπασε λειχήνα, ως του Λαζάρου λώβα , 'πού αχρεία κλόδα βρωμερή την έκρυβ' όλην.

Και όταν ο είς των δύο, ω όνομα Κλεόπας ωμίλησεν εις απάντησιν, υπάρχει έκπληξίς τις και υποψία εις την απόκρισίν του. «Συ μόνος παροικείς εν Ιερουσαλήμ, και ουκ έγνως τα γενόμενα εν αυτή εν ταις ημέραις ταύταιςΕκείνος ηρώτησε, «Ποίακαι ούτοι είπον, «Τα περί Ιησού του Ναζωραίου, ος εγένετο Προφήτης μέγας» εν τω Ισραήλ και όμως όλαι αι χαρμόσυνοι ελπίδες ότι έμελλε να λυτρώση τον λαόν Αυτού κατέπεσον εις κόνιν, και όλαι αι κριταί πράξεις Του ενώπιόν του Θεού και του λαού ετελείωσαν προ δύο ημερών εις επονείδιστον

Ημέραις εννηά πλέαμεν, άκοπα νύκτα ημέρα, και την δεκάτην άρχιζε να φαίνεται η πατρίδα, κ' εβλέπαμ' ήδη ταις φωτιαίς όπ' έκαιαν οι ποιμένες. 30ύπνο τότ' έπεσα γλυκόν, σβυμμένος απ' τον κόπο, τι κανενός δεν άφησα, αλλ' απ' αρχής κρατούσα τον πόδα, όπως ταχύτερα φθάσουμετην πατρίδα. άρχισαν να συνομιλούν ωστόσο οι σύντροφοί μου• 'πώφερνα σπίτι ενόμιζαν ασήμι και χρυσάφι, 35 'που έμενα τάχ' ο Αίολος εχάρισ' ο γενναίος. και κάποιος προς τον σύντροφο σιμά του εστράφη κ' είπε• «Θε μου, πώς είναι αγαπητός παντού και δοξασμένος τούτος εις όποιαν χώραν πα, και εις όποιο μέρος φθάνη. και λάφυρα πολύτιμα και πλήθια από την Τροία 40 φέρνει, κ' εμείς 'που εκάμαμε μ' αυτόν τον ίδιο δρόμο μ' αδειανά χέρια γέρνουμετην ποθητήν πατρίδα. και τούτα τώρ' ο Αίολος του εδώρησε γι' αγάπη• αλλ' έρχεσθ' εδώ γλήγορα τι να είναι αυτά να ιδούμε, πόσο χρυσάφι μες τ' ασκί και πόσο υπάρχει ασήμι». 45

Όταν είδε ποιος είμαι, και τι βάσανα υπέφερα και λύπαις, 'ς την αγκαλιάν μου χύνεται και ταις φωναίς αρχίζει, ωσάν να θέλη με φωναίς τους ουρανούς ν' ανοίξη, και πέφτειτον πατέρα μου επάνω, και μου λέγει τα όσα εδοκίμασεν ο Ληρ, κι' αυτός μαζί του, οπού δεν ήκουσεν αυτί ακόμη τέτοια πάθη! Και όσον μου τα έλεγε τον έσφιγγε η λύπη και της ζωής του αι χορδαίς επήγαιναν να σπάσουν.

Ενίοτε κόρη καταμόναχη τραγουδεί, θαρρείς, επάνω εις τον υψηλόν κόντραν, κόρη τον ταξειδεύοντα μνηστήρα ονειροπολούσα. Κατόπιν μήτηρ κλαίει τα παιδάκι της μέσα εις ταις γάμπιαις τυλιγμένη, αόρατος. Στιγμάς τινας εξέχει οξύτατος ο ήχος της γλυκυτάτης φλογέρας, επάνω εις το πανύψηλον φλέσι, ως νεαρού βοσκού κελάειδημα από του ύψους όρους.

Εσύ, εσύ ξέρεις καλλίτερα απ' αυταίς ταις δουλειαίς, γιατί ξεχιονίζεις τα κατσίκια ς', είπεν ο κ. δήμαρχος απεκδυόμενος την ευθύνην.