United States or Pitcairn Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επάνω εις ένα πολύτιμον εικονοστάσιον, ολόχρυσον, ήτο η Παναγία η Πορταΐτισσα, μαλαματένια, φορτωμένη από διαμαντόπετραις και άλλα χρυσαφικά. Λαμπάδαις άμέτρηταις έκαιαν εμπροστά της κ' εφαίνοντο ως ζωντανά τα ζωγραφισμένα αίματα εις τον Παρθενικόν λαιμόν της, οπού την εμαχαίρωσεν ο άπιστος αγαρηνός μια φορά, την αγίαν εικόνα εις την σιαγόνα.

ΑΜΛΕΤΟΣ Ιδέ τους, φθάνουν διά την παράστασιν· εγώ πρέπει να ήμαι μωρός· ωστόσο πάρε θέσιν να καθίσης. Δανικόν Εμβατήριον. Σαλπισμοί. Εισέρχονται ΒΑΣΙΛΕΑΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΠΟΛΩΝΙΟΣ ΟΦΗΛΙΑ ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ και άλλοι ΜΕΓΙΣΤΑΝΕΣ και η ΣΩΜΑΤΟΦΥΛΑΚΗ με λαμπάδαις. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Πώς περνά ο ανεψιός μας Αμλέτος;

Με την χιονιά, με την τρικυμία με τους ύμνους των αρμένων μας, με της θάλασσας τα λιβάνια, με της λαμπάδαις του μαΐστρου, που φέγγουν ψηλά, από τα ουράνια, και φωτίζουν σε μια στιγμή όλην την πλάσιν, στεριαίς και πέλαγα. Και αγαλλόμενος όλος, με λάμψιν εις τα μάτια του χαράς, εκραύγαζε, στρίβων τον λευκόν του μύστακα: — Χριστός γεννάται, βρε παιδιά! Συντροφιά με την θάλασσαν!

Αυτά 'πε και όμως την θεάν αυτός είχε γνωρίσει• 420 κ' εκείνοι πάλιτον χορό, καιτο γλυκό τραγούδι γύρισαν, κ' εξεφάντοναν το εσπέρας ως να φθάση• και ακόμη ως εξεφάντοναν τους εύρηκε το εσπέρας. τότε καθείςτα σπίτια τους επήγαν να πλαγιάσουν. ως και ο Τηλέμαχος εκεί, 'που ο θάλαμος του εκτίσθη, 425 εις ανοικτό της εύμορφης αυλής κ' υψηλό μέρος, 'ς την κλίνη ανέβηκε, πολλάτον νου του ανακινώντας. τον ακολούθα κ' έφερνε λαμπάδαις αναμμέναις, η θυγατέρα η χρήσιμη του Ώπα Πεισηνορίδη, Ευρύκλεια, 'που 'χεν άλλοτε ο Λαέρτης κορασίδα 430 την αποκτήσει μ' είκοσιν από εδικά του βώδια, κ' ίσια με την χρήσιμη συμβία την ετίμα, ουδέ ποτέ την φίλησε, μη παροργίση εκείνην. αυτή σιμά του έφερνε το φως, και τον αγάπα από ταις δούλαις έξοχα, κ' είχε τον θρέψει βρέφος. 435 του τεχνικού θαλάμου του άνοιξε αυτός ταις θύραις, 'ς την κλίνη εκάθισ', έβγαλε τον μαλακό χιτώνα, κ' έβαλ' αυτόντης φρόνιμης γερόντισσας τα χέρια• και αφού τον δίπλωσ' εύμορφα τον κρέμασεν η γραίατο ξυλοκάρφι, εκεί σιμάτην τορνευμένη κλίνη. 440 κ' εβγήκε από τον θάλαμο, με τ' αργυρό κουλούρι την θύρα έσυρε κ' έδεσε με το λουρί τον σύρτη. κ' εκείνος μέσ' ολονυκτής εις τ' άνθος του προβάτου τον δρόμο, 'που του εδίδαξεν η Αθήνη, είχετον νου του.